Η επαναφορά σε προεκλογικό χρόνο της θέσης του Μερα25 από το 2020 για “Ψηφιακό σύστημα δημοσιονομικών συναλλαγών Δημοσίου – Ιδιωτών”, που τότε είχε λεχθεί ότι “δεν πρόκειται επ’ουδενί για νόμισμα αλλά για τίτλους του δημοσίου που έχουν το χαρακτηριστικό να αποπληρώνουν φόρους” αλλά που προδήλως οι νεφελώδεις κατασκευές των εμπνευστών του κάθε άλλο παρά αναιρούν την λειτουργία του σαν νόμισμα (μάλιστα στην πρόσφατη παρουσίαση της εν λόγω θέσης ο κ.Γιάνης Βαρουφάκης περιέγραψε ως τακτική την “δήμευση του Εθνικού Λαχείου” για σκριπ χάρτινων νομισμάτων μέχρι την “εκτύπωση “κανονικών” χαρτονομισμάτων”…) έχει προκαλέσει ένα σχετικό προεκλογικό… ξεκατίνιασμα μεταξύ επίδοξων κυβερνώντων σε σχέση με τα πιθανά σενάρια συνεργασιών την επομένη των εκλογών της 21ης Μάη.
Παρατήρηση πρώτη: Εκτός από το ξεκατίνιασμα υπάρχει και η πολιτική ανάλυση. Εκτός από την κινδυνολογία υπάρχει και η αλήθεια των πραγματικών και όχι των κατασκευασμένων διλημμάτων. Εκτός από την αερολογία που βαφτίζει σαν «πολιτική αντιπαράθεση» τον σκυλοκαυγά υπάρχει και ο καθαρός αέρας της ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης που προάγει την πολιτική σκέψη.
Παρατήρηση δεύτερη: Ευρώ είναι εκείνο το νόμισμα που αντί για «απάνεμο λιμάνι» αποδείχτηκε το νόμισμα με το οποίο η Ελλάδα μετράει τη φτώχεια της. Ευρώ είναι εκείνο το νόμισμα με το οποίο η Ελλάδα χρεοκόπησε το 2010. Ευρώ είναι εκείνο το νόμισμα που μόλις εμφανίστηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια ό,τι το βράδυ κόστιζε 50 δραχμές το αμέσως επόμενο πρωί κόστιζε 170 δραχμές (ήτοι 0,50 ευρώ) και ό,τι το βράδυ κόστιζε 100 δραχμές το αμέσως επόμενο πρωί κόστιζε 341 δραχμές (ήτοι 1 ευρώ).
Παρατήρηση τρίτη: Δραχμή είναι εκείνο το νόμισμα με το οποίο η Ελλάδα χρεοκόπησε το 1893 και το 1932. Δραχμή είναι το νόμισμα που στο όνομα της «ισχυροποίησής της», μέσα σε ένα βράδυ, δια της υποτίμησής της κατά 50% και της σύνδεσής της με το δολάριο (9 Απρίλη 1953) διπλασίασε τη φτώχεια για το λαό και πολλαπλασίασε τον πλούτο των «δολαριούχων». Δραχμή ήταν το νόμισμα όταν η Ελλάδα έστελνε τα παιδιά της μετανάστες στις στοές του Βελγίου και όταν (με πρόσχημα και τότε το χρέος) η κυβέρνηση Αντρέα Παπανδρέου έφτιαχνε τα «νέα τζάκια» της ολιγαρχίας, από τη μια και από την άλλη επέβαλε πάγωμα μισθών και συντάξεων στο λαό.
Κόντρα λοιπόν στην προεκλογική έξαρση της ευρωλατρείας και της δραχμοφοβίας που εισάγεται από τη μια λόγω της “ψηφιακής Δήμητρας” (και τούτο παρά τις διαβεβαιώσεις του κ.Βαρουφάκη προς το σύστημα ότι επουδενί επιθυμεί έξοδο από πλαίσια της ΕΕ), είτε της δραχμολατρείας και της ευρωφοβίας από την άλλη, ας δούμε ορισμένες πλευρές του θέματος:
To νόμισμα, εν γένει η νομισματική πολιτική, συνιστά σημαντικό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά από τη στιγμή που μέσω της νομισματικής πολιτικής καθορίζονται οι χειρισμοί στους τομείς της προσφοράς του χρήματος, της πίστης, των επιτοκίων. Με άλλα λόγια όταν μιλάμε για νομισματική πολιτική μιλάμε για τον παράγοντα που σφραγίζει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Από τις επενδύσεις μέχρι το επίπεδο των τιμών, από τις εισαγωγές και εξαγωγές (ειδικά σε συνθήκες δυνατότητας υποτίμησης ή ανατίμησης του νομίσματος) μέχρι τους όρους και τη δυνατότητα του εξωτερικού δανεισμού.
Όμως, αν το πρόβλημα στην Ελλάδα – και στον κόσμο – ήταν νομισματικό, τότε τα πράγματα θα ήταν σχετικά «εύκολα». Θα βρίσκαμε το καλύτερο νόμισμα και θα περνούσαμε ζωή χαρισάμενη από τον Ατλαντικό μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Αλλά στην Ελλάδα – και όχι μόνο – το πρόβλημα δεν είναι στενά νομισματικό. Μάλιστα θα λέγαμε (και θα το αναλύσουμε) το πρόβλημα δεν είναι καν οικονομικό. Είναι βαθιά πολιτικό.
Εξηγούμαστε: Όταν αναφέρουμε ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό και όχι οικονομικό, δεν το λέμε για να αντιπαραθέσουμε την πολιτική με την οικονομία. Το αντίθετο! Το λέμε για να τονίσουμε ακριβώς τη βαθιά διαλεκτική τους σύνδεση, όπως την αποδίδει με μέγιστη επιστημονική διαύγεια ο μαρξισμός: «Η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας» έγραφε ο Λένιν προσθέτοντας ότι «η πολιτική δεν μπορεί να μην έχει τα πρωτεία απέναντι στην οικονομία» (Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 42, σελ. 278, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
Υπ’ αυτή την έννοια, το πολιτικό πρόβλημα της χώρας κάθε άλλο παρά αποδίδεται μέσα από την αντιπαράθεση «ευρώ ή δραχμή» – “ψηφιο-ευρώ ή ψηφιο-δραχμή”. Στην πραγματικότητα το πολιτικό πρόβλημα συσκοτίζεται και αυτός είναι ο τελικός στόχος της τρομοκρατίας που αναπτύσσεται περί το νόμισμα. Η «νομισματο-τρομοκρατία» επιδιώκεται να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά ως προς τα πραγματικά διλήμματα που τίθενται ενώπιον του ελληνικού λαού.
Εξηγούμαστε: Από τη μια μεριά έχουμε τους σεσημασμένους εκβιαστές του «μονόδρομου» που με το γνωστό τους ύφος κραυγάζουν: «Ευρώ»! «Ευρώ»! Δεδομένης της πολιτικής τους που προκαλεί κοινωνικά ερείπια και μη έχοντας να πιαστούν από πουθενά αλλού, έχουν μετατρέψει το ίδιο το νόμισμά «τους» σε κάτι σαν «καθρεφτάκι». Το επιδεικνύουν στους «ιθαγενείς» για να τους …ξεγελάσουν. Η τακτική τους είναι μια πρώτης τάξεως απόδειξη, αφ’ ενός τού πόση αξία έχει το νόμισμά «τους», αφού οι ίδιοι το περιφέρουν σαν «φύκι» που καμώνεται τη «μεταξωτή κορδέλα», αφ’ ετέρου τού πόσο σέβονται τον ελληνικό λαό, στον οποίο συμπεριφέρονται σαν σε «ιθαγενή» που αυτοί, οι «κονκισταδόρες», του κουνάνε «μπιχλιμπίδια».
Πρόκειται για αστείους κομπογιαννίτες της πολιτικής οικονομίας. Πασχίζουν να προσδώσουν ρόλο «τοτέμ» στο ευρώ. Αλλά παρά την καταρρακτώδη προπαγάνδα, παρά τον φετιχισμό του εμπορεύματος – νομίσματος που προσπαθούν να καλλιεργήσουν, παρά τη μετατροπή του ευρώ σε «τοτέμ», πίσω από το οποίο η άρχουσα τάξη πασχίζει να κρυφτεί για να συνεχίσει τη βάρβαρη πολιτική της, η ουσία είναι άλλη και απολύτως ευδιάκριτη: Το νόμισμα, το κάθε νόμισμα, δεν είναι ο σκοπός. Δεν είναι η αρχή και δεν είναι το τέλος. Είναι το επίπεδο της οικονομίας μιας χώρας, είναι το παραγωγικό της επίπεδο, είναι η θέση της στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης εντός του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος και του παγκόσμιου «καταμερισμού εργασίας», που καθορίζουν την αξία και τη σημασία (και) του νομίσματός της.
Στην «φετιχοποίηση» του νομίσματος κατρακυλούν, από άλλη σκοπιά, και οι οπαδοί της δραχμής ή των “παράλληλων συστημάτων πληρωμών”. Ειδικά όσοι μιλούν βάζοντας στη δραχμή ή στα ψηφιακά τους συστήματα «αριστερό» πρόσημο μοιάζουν να βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο. Δείχνουν να ξεχνούν ότι η ύπαρξη της δραχμής από το 1833 μέχρι το 2000, είτε σε διασύνδεση με το φράγκο είτε όχι, δεν είχε τίποτα το «αριστερό» μέσα στην καπιταλιστική Ελλάδα. Κάνουν την λάθος εκτίμηση να αντιμετωπίζουν το ζήτημα του νομίσματος σαν «κρίκο» από τον οποίο θα μπορούσε να τραβηχτεί το σύνολο της πολιτικής «αλυσίδας» υπέρ του λαού. Αλλά έναν τέτοιο κίνδυνο θα τον είχαν αντιληφθεί και εκείνες οι μερίδες της ολιγαρχίας που και στην Ελλάδα, και στην Γερμανία και στην Γαλλία – για δικούς τους λόγους – επίσης «παίζουν» με το εθνικό νόμισμα. Αλλά: Το «εθνικό» νόμισμα σε μια χώρα που απαρτίζεται από «δυο έθνη» δεν θα είναι ποτέ νόμισμα στην υπηρεσία του «έθνους» των εργαζομένων όσο η εξουσία θα βρίσκεται στα χέρια του «έθνους» των κεφαλαιοκρατών. Μοιάζουν, επίσης να ξεχνούν ότι ένα τέτοια υπόδειγμα ψηφιακού συστήματος που έχουν (;) στο μυαλό τους εφαρμόστηκε επί Κορέα στον Ισημερινό, αλλά κατέρρευσε μαζί με τον Κορέα και τουτο διότι και εκεί ουδέποτε αμφισβητήθηκε η πραγματική εξουσία που συνέχισε να βρίσκεται στα χέρια του «έθνους» των κεφαλαιοκρατών.
Ας κάνουμε μια προσπάθεια επανασύνδεσης, λοιπόν, με τον ορθολογισμό: Το νόμισμα, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι είναι αναγκαία, εντούτοις δεν είναι ταυτόχρονα και η ικανή συνθήκη που θα καθορίσει την πορεία μιας οικονομίας.
Για παράδειγμα: Αν αύριο η Ταγκανίκα ανακηρύξει ως επίσημο νόμισμά της το δολάριο, προφανώς δεν θα γίνει Αμερική. Από την άλλη είναι οι ΗΠΑ του δολαρίου που το χρέος τους φτάνει στα 14 τρισεκατομμύρια! Παρακάτω: Όταν η Αργεντινή κατέρρευσε και χρεοκόπησε, το νόμισμά της, το πέσο, ήταν διασυνδεδεμένο με το δολάριο. Επίσης: Η Κίνα ανεβαίνει την πυραμίδα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης χωρίς να έχει νόμισμα το ευρώ ή το δολάριο. Και η Ελβετία δε χρειάζεται το ευρώ ή το δολάριο για να λειτουργεί ως παγκόσμιος αποθησαυριστής.
Το συμπέρασμα είναι πρόδηλο: Το νόμισμα είναι ένα «εργαλείο». Και όπως κάθε εργαλείο κρίνεται με βάση το «ποιανού» τη δουλειά κάνει, και σε ποιο πλαίσιο την κάνει. Και είτε με τη δραχμή, είτε τώρα με το ευρώ, είτε με τα ψηφιακά νεφελώματα, εκείνα που υπηρετούνται, δεδομένης της ανισομετρίας εντός της ΕΕ, είναι τα συμφέροντα της τάξης των κεφαλαιοκρατών, είναι τα συμφέροντα της εγχώριας πλουτοκρατίας. Η οποία γι’ αυτό, άλλωστε, επέλεξε την προσχώρηση της χώρας στο ευρώ, καταθέτοντας από την πρώτη στιγμή ένα κομμάτι εθνικής κυριαρχίας (την οποία τώρα θυμούνται οι θιασώτες του Μάαστριχτ, της ΟΝΕ και της Ευρωζώνης) δια της απεμπόλησης της δυνατότητας άσκησης αυτοτελούς νομισματικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά το λαό, όμως, στην καπιταλιστική Ελλάδα (όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ με το παγκόσμιο δολάριο, στην Αγγλία με την εθνική λίρα και στον κόσμο όλο με τον χρυσό ως γενικό ανταλλακτικό ισοδύναμο), το ευρώ, η δραχμή, η αρχαία μνα, τα τάλαντα και τα γρόσια, το χρήμα, γενικά, αποτελεί και θα αποτελεί εκείνο το γενικό ισοδύναμο που αποτυπώνει την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων και την αποκρυσταλλωμένη κοινωνική εργασία, μέσα στο καθεστώς της εκμετάλλευσης.
Το ζήτημα για το λαό, επομένως, δεν είναι μια «καλύτερη» δραχμο-διαχείριση ή μια «καλύτερη» ευρω-διαχείριση ή μια “ψηφιακού” τύπου διαχείριση της εκμετάλλευσής του και της βαρβαρότητας. Δεν είναι αν θα μετράει τη φτώχεια του σε ευρώ ή σε δραχμές ή σε ψηφιακά ισοδύναμα. Το καίριο, το αποφασιστικό, το καθοριστικό, είναι η αποτίναξη της εκμετάλλευσης και της βαρβαρότητας. Με όποιο γενικό ισοδύναμο κι αν την μετρούν. Είτε σε ευρώ. Είτε σε δραχμές. Είτε σε ψηφιακές κάρτες.
Από τη στιγμή λοιπόν που αυτά που καθορίζουν την αξία και τη σημασία (και) του νομίσματός μιας χώρας είναι – επαναλαμβάνουμε – το επίπεδο της οικονομίας της, οι παραγωγικές της δυνατότητες, η δυνατότητά της να καθορίζει χωρίς εξαρτήσεις τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, η αξιοποίηση όλων των φυσικών και ανθρώπινων πόρων που της επιτρέπουν την κατάκτηση της θέσης που της ανήκει στον παγκόσμιο «καταμερισμό εργασίας», τότε για να γίνουν όλα αυτά – με όρους λαϊκών συμφερόντων – απαιτούνται πολιτικές λύσεις.
Και το ερώτημα είναι: Τι είδους πολιτικές λύσεις; Απαντούμε: Εφόσον τα όσα ζούμε στην Ελλάδα και στον κόσμο συνιστούν (το συνομολογούν οι πάντες) την εκδήλωση μιας κρίσης συστημικού χαρακτήρα, τότε δεν μπορεί παρά και η πολιτική λύση να είναι αντι-συστημικού χαρακτήρα. Πέρα, δηλαδή, από τις “ρηξικέλευθες” αυταπάτες για ένα κράτος και μια κεντρική τράπεζα που εντός της ΕΕ και του συστήματος, και φυσικά με την αγορά άθικτη, όλα θα… δουλεύουν για τον λαό.
Τέτοια λυσιτελής πολιτική δεν είναι εκείνη που έχει ως σημαία της το «τι νόμισμα». Αλλά εκείνη που προσδιορίζεται με βάση το «τι οικονομία». Που σημαίνει: Η οικονομία θα λειτουργεί με γνώμονα το συμφέρον των λίγων ή των πολλών; Και εδώ οι απαντήσεις έχουν δοθεί από την εποχή των πεντακοσιομέδιμνων και των τριακοσιομέδιμνων, από την εποχή των θητών και των ειλώτων, από την εποχή των πατρικίων και των πληβείων: Όσο τα κλειδιά της οικονομίας θα τα έχουν οι πρώτοι, τότε η πολιτική που θα ασκείται (είτε με ευρώ, είτε με δραχμή είτε με ψηφιακά συστήματα) θα υπηρετεί τα συμφέροντα των πρώτων. Η ανατροπή αυτής της κατάστασης υπέρ των δεύτερων μπορεί να συμβεί υπό μια προϋπόθεση: Εφόσον η ακολουθούμενη πολιτική θα έχει εκείνο το πρόσημο που κατατείνει στο να πάρει ο λαός τα κλειδιά του συνόλου της οικονομίας στα χέρια του. Αυτά είναι που προσδιορίζουν αν η νομισματική πολιτική και η δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται θα έχει φιλολαϊκό ή αντιλαϊκό χαρακτήρα.
Μια νομισματική πολιτική, συνεπώς, που είτε με ευρώ είτε χωρίς ευρώ θα συνεχίσει να ασκείται στο πλαίσιο μιας πολιτικής που αναγνωρίζει ότι ο λαός «χρωστάει» σε τοκογλύφους και κερδοσκόπους, που δεν προχωρά στην άρνηση του χρέους, που αναγνωρίζει τα δεσμά της ΕΕ και των «Αγορών» και δεν τα απορρίπτει, που αποδέχεται ότι η οικονομία λειτουργεί στη βάση του κέρδους του μονοπωλίου που κατέχει τα μέσα παραγωγής και όχι με γνώμονα το κοινωνικό όφελος μιας κοινωνίας που αποστερείται τον πλούτο που η ίδια παράγει,
τότε, μια τέτοια νομισματική και δημοσιονομική πολιτική (και με ευρώ και με δραχμή και με οτιδήποτε ) θα αποτελεί πάντα εργαλείο της ίδιας (ευρω)βαρβαρότητας, της ίδιας (δραχμο)εκμετάλλευσης, της ίδιας (ψηφιο)εκποίησης του δημόσιου και κοινωνικού υπέρ του ιδιωτικού και καπιταλιστικού Γαργαντούα.