Ο περίφημος Αργεντινός Χόρχε Λουίς Μπόρχες είναι ίσως περισσότερο γνωστός για το “Βιβλίο της Άμμου” ή “Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων”, ξεχωρίζει όμως ένα έργο του, λιγότερο εκτεθειμένο στα φώτα της δημοσιότητας, όπου επιχειρεί να παίξει με τα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού. Με τον ίδιο τρόπο που ο Ντοστογιέφσκι πειραματίστηκε στον Ηλίθιο, εκθέτοντας τον πρίγκηπα Μίσκιν γαλουχημένο εκτός της κοινωνικής επίδρασης όχι από δική του επιλογή, για να εξερευνήσει αυτή ακριβώς την επίδραση της κοινωνικής παιδείας – ή την απουσία της – στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ως κοινωνικός επιστήμονας, ο Μπόρχες στο διήγημά του “Φούνες ο Μνήμων” επιχειρεί να πειραματιστεί με το ανθρώπινο μυαλό, μέσα από τη λειτουργία της μνήμης και ιδιαιτέρως της απώθησής της.
Ο Ιρενέο Φούνες είναι ένας αγρότης που πέφτοντας από το άλογό του χτυπάει στο κεφάλι και όταν επανακτά τις αισθήσεις του ανακαλύπτει ότι έχει πλέον τη δυνατότητα να θυμάται κάθε σημαντική ή ασήμαντη λεπτομέρεια της ζωής του. Ο Φούνες μπορεί να θυμάται πια τα πάντα. Από το σχήμα των σύννεφων στον ουρανό κάθε συγκεκριμένη μέρα, μέχρι τα λόγια που ανταλλάσσουν αδιάφορα δύο περαστικοί δίπλα του. Μπορεί να αναπαράγει άμεσα το περιεχόμενο ενός βιβλίου που διάβασε πριν χρόνια και ταυτόχρονα να θυμάται ακριβώς τη στιγμή που το έκανε. Όμως ο Φούνες δεν είναι μόνο μνήμη καθώς παραμένει άνθρωπος με συναισθήματα, ανάγκες και επιθυμίες και αυτή η “υπερδύναμη” που έχει αποκτήσει, να θυμάται τα πάντα, τον οδηγεί τελικά σε μια ανυπόφορη ζωή.
Θα είχε ενδιαφέρον αν συνεχίζαμε αυτό το διανοητικό παιχνίδι του Μπόρχες στο σήμερα.
Καθώς βρισκόμαστε πια στον 21ο αιώνα και όχι στο 1942 που εκδόθηκε το διήγημα του Μπόρχες, θα μπορούσαμε στο πλαίσιο αυτού του πνευματικού παιχνιδιού να απαλλάξουμε λίγο τον Ιρενέο από αυτό το δυσβάσταχτο βάρος περιορίζοντας το μόνο στην κοινωνική σφαίρα. Θα μπορούσαμε επίσης να τον φέρουμε πιο κοντά στα σημερινά μέτρα σε σχέση με τον ήρωα εκείνου του διηγήματος. Κατά κάποιο τρόπο ο Μπόρχες αποτύπωνε στο πρόσωπο του Ιρενέο έναν μέσο κάτοικο από την Ουρουγουάη, μια χώρας κυρίως αγροτικής τότε, με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και προσδόκιμο ζωής. Ο σημερινός Ιρενέο δεν θα είναι ένας αγρότης στην Ουρουγουάη του 19ου αιώνα, αλλά ένας καθημερινός άνθρωπος που ζει στην Ελλάδα σήμερα. Θα είχε λάβει κάποια μόρφωση, σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη του Ιρενέο και πιθανότατα και από εκείνη των γονιών του. Θα εργαζόταν μάλλον ως υπάλληλος ή θα έχει μία δική του μικρή επιχείρηση. Θα μπορούσε να έχει ένα παιδί ή ίσως και δύο, ενώ μιας και πέσαμε στους μέσους όρους, θα ήταν περίπου 45 χρονών και θα ζούσε σε κάποια μεγάλη πόλη, ίσως στην Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη. Δεν θα του αλλάζαμε το φύλο γιατί ενώ θα μπορούσε κάλλιστα στο πλαίσιο αυτής της διανοητικής άσκησης να ήταν και γυναίκα, θα ήταν αδύνατο να επεξεργαστεί κανείς τις συνέπειες αυτής της αφαιρετικής διαδικασίας για ένα φύλο που υπομένει ήδη πολλά περισσότερα
Ο σημερινός Ιρενέο ή Ρένος ο Μνήμων που τον φτιάξαμε στη λογική των μέσων όρων θα είχε την ίδια συμπεριφορά αναφορικά με την πολιτική στάση του; Ένας άνθρωπος δηλαδή που θα διέθετε αυτή την υπεράνθρωπη μνήμη, θα μπορούσε άραγε και να πράττει με τον τρόπο των μέσων όρων;
Κάθε καταστροφή, αδικία, κοροϊδία όλων των κυβερνώντων θα ήταν βαθιά χαραγμένη μέσα του. Αυτή η ανακολουθία των προεκλογικών λόγων και των μετεκλογικών έργων δεν θα μπορούσε να ξεχαστεί παρά τις προσπάθειες χειραγώγησης. Η μνήμη σε εκείνον δεν θα μπορούσε να διαγραφεί. Τα συναισθήματα που βίωνε κάθε φορά που δεχόταν αυτή την κακοποίηση δεν θα μπορούσε να τα ξεχάσει, όσο και αν οι καινούργιες εξαγγελίες θα του γεννούσαν καινούργια. Ο Ρένος ο Μνήμων, για να μην τρελαθεί θα είχε ανάγκη ενός σταθερού σημείου αναφοράς για να διατηρήσει τον προσανατολισμό του.
Πως θα ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος όπως αυτός να αναθέσει τη διακυβέρνηση του τόπου που ζει σε εκείνους που από όσο θυμάται, και θυμάται καλά, τον έχουν φέρει στην κατάσταση που είναι τώρα; Γιατί ο Ρένος, ως εκφραστής του μέσου ανθρώπου έχει δει τα πάντα να ακριβαίνουν αλλά το εισόδημά του να μειώνεται. Ο Ρένος θυμάται πως κάποτε οι γονείς του, χωρίς καμία σπουδαία καριέρα και με λιγότερα εφόδια από εκείνον κατάφερναν να επιβιώνουν με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, να σπουδάζουν τα παιδιά τους, να ζουν με λιγότερο άγχος και ανασφάλεια, να μπορούν να σχεδιάζουν να αποκτήσουν κάποτε ένα δικό τους σπίτι, να συζητάνε για τη στιγμή που θα πάρουν σύνταξη όπου απαλλαγμένοι από υποχρεώσεις θα μπορούν να χαρούν περισσότερο τον ελεύθερο χρόνο τους, θα μπορούν να κάνουν ενίοτε έστω και ένα μικρό δωράκι στα εγγόνια τους και δεν θα είναι βάρος στα παιδιά τους. Ο Ρένος θυμάται καλά πως τίποτα από όλα αυτά τα “μικροαστικά” όνειρα δεν μπορεί να ζήσει εκείνος. Ούτε σαν όνειρο. Αντιθέτως, ο Ρένος δουλεύει περισσότερες ώρες από κάθε εργαζόμενο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα δεν στοιχίζει και πολλά γιατί δεν πληρώνεται ανάλογα. Έχει μαζέψει πτυχία και εξειδικεύσεις απλά για να μπορεί να ελπίζει για μία θέση κάτω από τον ήλιο, χωρίς καθαρό ορίζοντα στο μέλλον ενώ βλέπει τριγύρω του να ανθίζουν κυρίως όσοι έχουν τις σωστές γνωριμίες και το απαραίτητο σπρώξιμο.
Ο Ρένος δεν μπορεί να ξεχάσει πόσο τον κατηγορούσαν ότι χρεοκόπησε την χώρα του παρόλο που δούλευε με το κεφάλι σκυμμένο για πενταροδεκάρες, τη στιγμή που εκείνοι που του κουνούσαν το δάχτυλο ζητούσαν να διαχειριστούν την καταστροφή που προξένησαν. Θυμάται καλά πως ένα χρέος μπορεί άλλοτε να θεωρείται βιώσιμο και άλλοτε όχι, όπως τότε που του εφαρμόσανε μνημόνια που διέλυσαν την κοινωνία με ακατανόητα οικονομικά προγράμματα – που τα ονόμασαν και μνημόνια κατανόησης – ενώ σήμερα με χειρότερους οικονομικούς δείκτες του λένε ότι πιά ευημερεί και ας τα βγάζει πέρα και τώρα όπως τότε, με το ζόρι. Δεν μπορεί να ξεχάσει τις θυσίες που τον έβαλαν να κάνει, τα Ζάππεια και τις Θεσσαλονίκες που του τάζανε καλύτερο μέλλον, τα σκισίματα των μνημονίων σελίδα σελίδα ή με ένα νόμο και ένα άρθρο. Σαν να ήταν χτες τα θυμάται αυτά ο Ρένος.
Δεν μπορεί να ξεχάσει εκείνους που έτρεχαν να δανειστούν από τους Σάιλοκ των τραπεζών γιατί τους έλεγαν, όπως και σε εκείνον, ότι ευημερούμε και αναπτυσσόμαστε. Βλέπει και ακούει σήμερα όλους αυτούς που μιλούσαν για εκείνη την ευημερία να παίρνουν τα σπίτια του κόσμου χωρίς αιδώ και να καμώνονται κιόλας πως είναι οι προστάτες του. Ο Ρένος δεν ξεχνάει ποιος πυροδότησε αυτό το ξεπούλημα στο βιός των ανθρώπων, ούτε ποιοι είναι εκείνοι που σήμερα τρίβουν τα χέρια τους. Και απορεί, γιατί θυμάται καλά, πως είναι δυνατό να μιλάνε με εκείνη την ίδια γλώσσα σε μια άλλη πλειοδοσία θράσους, για το ποιος προστατεύει την πρώτη κατοικία ή τις δουλειές του κόσμου καλύτερα από τον άλλο.
Πώς θα ήταν δυνατόν ο Ρένος να εμπιστεύεται τα ίδια εκείνα άτομα και τους θεσμούς που τον φέρανε κόντρα στην ανθρώπινη εξέλιξη, η γενιά του να περνάει χειρότερα από την προηγούμενη ενώ την ίδια στιγμή δεν φαίνεται από πουθενά ότι η επόμενη θα περάσει τουλάχιστον καλύτερα από τη δική του. Ο σύγχρονος Ρένος ο Μνήμων, που τον ορίσαμε όχι και τόσο αυθαίρετα ως τον μέσο άνθρωπο, θα μπορούσε να ενεργεί πολιτικά με την ίδια λογική του μέσου ανθρώπου; Γιατί ως πολιτικά δρών μέσος Έλληνας θα ψήφιζε Νέα Δημοκρατία ή ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ. Ίσως ακόμα χειρότερα θα είχε αποτραβηχτεί από τα κοινά και παραιτημένος να κοιτούσε από απόσταση.
Θα έπρεπε λοιπόν να προσέξουμε πως θέλουμε να “μετατρέψουμε” τον σύγχρονο Ιρενέο σε Ρένο ώστε να αποφύγουμε να οδηγηθούμε στην αντίφαση που κάθε υποψιασμένος θα έβλεπε. Ο άνθρωπος αυτός, ένας μέσος άνθρωπος αλλά με ασύλληπτη μνήμη να συνεχίζει να στηρίζει τις ελπίδες του στους ίδιους σωτήρες. Ειδικότερα, να συνεχίζει να πιστεύει σε σωτήρες που θα πέσουν από τον ουρανό και θα τον απαλλάξουν από τα βάσανά του. Ένας άνθρωπος που δεν ξεχνάει όσα έχει περάσει και παρόλα αυτά πράττει με αυτόν τον τρόπο ένα μόνο πράγμα θα μπορούσε να είναι… βλάκας.
Οι άνθρωποι δεν είναι όμως σαν το Ρένο. Το μυαλό μας διαθέτει μηχανισμούς απώθησης για να προστατεύεται, στέλνοντας στη λήθη όσες περισσότερες δυσάρεστες αναμνήσεις μπορεί. Οι άνθρωποι που πιστεύουν στα αφηγήματα του συρμού έχουν στην πλειονότητά τους “διαγράψει” αυτές τις μνήμες ή σε πολλές περιπτώσεις τις έχουν ενδύσει με κάποιο αφήγημα. Είναι ανθρώπινο να θέλουμε να πιστέψουμε σε σωτήρες και λύσεις στα προβλήματά μας που έρχονται ως μάννα εξ ουρανού. Από τη θρησκευτική μας παιδεία μέχρι και τα παραμύθια που μεγαλώσαμε από παιδιά, στο τέλος εμφανιζόταν ο από μηχανής θεός να δώσει τη λύση. Είτε ο πρίγκηπας με το άσπρο άλογο είτε ο Θεάνθρωπος που θα μας απαλλάξει από τις αμαρτίες μας, σε όλες τις ιστορίες μας η δική μας δράση βρίσκεται στα χέρια μιας ανώτερης δύναμης. Έτσι ξεχνάμε και πιστεύουμε στη Σωτηρία που θα μας έρθει από ψηλά. Ψηφίζουμε Μητσοτάκηδες, Παπανδρέου, Καραμανλήδες, και άλλα μικρότερα “τζάκια” που κρατάμε αναμμένα για δεκαετίες στην πολιτική ζωή. Τους επιτρέπουμε να μας χειρίζονται κατά το δοκούν και να επιβιώνουν εκείνοι και το σύστημα που υπηρετούν.
Οι άνθρωποι δεν είναι σαν τον Ρένο. Οι άνθρωποι ξεχνάνε και αυτό επιτρέπει σε κάποιους να διατυμπανίζουν ότι “με τις εκλογές δεν αλλάζει τίποτα”. Δεν φταίνε οι εκλογές αλλά εμείς που ξεχνάμε. Όσοι όμως θυμόμαστε καλύτερα, πρέπει να πάρουμε τη ζωή μας αλλιώς.