Η πλήρης διάλυση των εργασιακών σχέσεων, οι χαμηλοί μισθοί καθώς και η εργοδοτική ασυδοσία, διαμορφώνουν συνδυαστικά ένα εκρηκτικό μείγμα στην αγορά εργασίας.
Οπως προκύπτει από ρεπορτάζ του euro2day.gr, οι εργαζόμενοι βρίσκονται απέναντι σε συμπλυγάδες, εξαιτίας της αντεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Από τη μια πλευρά είναι αντιμέτωποι με την ανεργία η οποία, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, φτάνοντας στο 12,1% στο α’ τρίμηνο του έτους. Από την άλλη, σύμφωνα πάλι με τα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής, υπάρχει κατακόρυφη αύξηση των κενών θέσεων εργασίας, οι οποίες ξεπέρασαν τις 70.000.
Η υψηλή ανεργία και οι χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, το οποίο είναι θέμα χρόνου να… εκραγεί. Η ίδια η εργοδοσία (8 στους 10 εργοδότες) δηλώνει πως δυσκολεύεται να προσελκύσει ταλέντα, ενώ οι μεγαλύτεροι εργοδοτικοί φορείς σημειώνουν πως υπάρχουν σήμερα, τουλάχιστον 150.000 κενές θέσεις εργασίας, που δεν μπορούν να καλύψουν.
Οι επιχειρήσεις, επίσης, θεωρούν ως μία από τις πλέον σημαντικές προκλήσεις για τους επόμενους μήνες την διατήρηση και ανάπτυξη ταλαντούχων στελεχών, καθώς το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας αναδεικνύεται ως ένα από τα μεγαλύτερα.
Οι κενές θέσεις
Με την ανεργία να αυξάνει στο 12,1% το πρώτο τρίμηνο, όπως προαναφέρθηκε, οι κενές θέσεις εργασίας υπολογίστηκαν από την στατιστική αρχή στις 70.826 στο σύνολο της οικονομίας, αριθμός που αποτελεί αρνητικό ρεκόρ 15ετίας. Συγκεκριμένα, το αμέσως προηγούμενο δ’ τρίμηνο του 2023, οι κενές θέσεις ήταν 41.120. Άρα, μέσα σε μόλις ένα τρίμηνο προκύπτει αύξηση της τάξης του 72,2%. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η διαφορά σε ετήσια βάση, αφού το α’ τρίμηνο της περσινής χρονιάς η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραφε μόλις 32.850 κενές θέσεις, ήτοι αύξηση κατά 115,6%.
Κι αυτό, όταν η ανεργία κατά το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους ήταν στο 12,1%, καταγράφοντας αύξηση κατά 0,3 μονάδες σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο αλλά και κατά 1,5 μονάδες συγκριτικά με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, πριν από ένα έτος. Διαπιστώνεται έτσι, ότι η αύξηση των κενών θέσεων εργασίας καταγράφεται σε μια περίοδο που το συνολικό ποσοστό ανεργίας, όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά αντίθετα καταγράφει ανοδική τάση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αμέσως υψηλότερη καταγραφή κενών θέσεων εργασίας, 51.613, ήταν το α’ τρίμηνο του 2009, δηλαδή ακριβώς πριν από 15 χρόνια όταν η ανεργία βρισκόταν στο 9,1%.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, του Μηχανισμού Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, οι περισσότερες κενές θέσεις εργασίας καταγράφονται στις δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα (3,74% του συνόλου των μισθωτών του κλάδου), παροχής νερού (2,76%), επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (2,59%), δημόσιας διοίκησης και άμυνας (2,52%), κατασκευές (2,41%) και εκπαίδευσης (2,13%).
Τα στοιχεία αφορούν το γ’ τρίμηνο του 2023 και για τον λόγο αυτό, δεν υπάρχει στις πρώτες θέσεις ο κλάδος των καταλυμάτων – εστίασης και του χονδρικού εμπορίου. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι περισσότερες κενές θέσεις στο τέλος του 2023, εντοπίζονται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο (18,6 χιλ.) και στην παροχή καταλύματος και εστίασης (10,7 χιλ.).
Η πορεία των κενών θέσεων εργασίας είναι αντιστρόφως ανάλογη από αυτή του ποσοστού ανεργίας. Έτσι, κατά το α’ τρίμηνο του 2021, οι κενές θέσεις εργασίας ήταν 6.685. Το β’ τρίμηνο του 2022, οι κενές θέσεις εκτινάχθηκαν σε 27.246 και ακολούθησε το α’ τρίμηνο του 2023, 32.850 κενές θέσεις, για να κλείσει το δ’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους με 41.120 κενές θέσεις και να φθάσουμε στις 70.826, στο τέλος Μαρτίου 2024.
Καθώς οι εκτιμήσεις όλων των φορέων και οργανισμών, είναι ότι η πορεία του ποσοστού ανεργίας θα είναι έστω και με βραδύτερο ρυθμό, πτωτική, οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι οφείλουν να ληφθούν άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας αλλά και την παροχή επαρκούς και ποιοτικής κατάρτισης, τόσο σε αρχική όσο και σε συνεχιζόμενη βάση.
Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι κενές θέσεις εργασίας αφορούν μόνο τους μισθωτούς, είναι κενές θέσεις είτε πλήρους, είτε μερικής απασχόλησης και θα πρέπει να καλυφθούν σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών μηνών. Στον αντίποδα, δεν θεωρούνται κενές θέσεις εργασίας οι θέσεις που θα καλυφθούν από μαθητευομένους χωρίς αμοιβή, από εργολάβους, από προσωπικό που επαναπροσλαμβάνεται ή επιστρέφει από άδεια με ή χωρίς αποδοχές καθώς και από εσωτερικές μετακινήσεις στην επιχείρηση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού.