Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Ντίλερ» των δημόσιων αγαθών

O Βρετανός πρέσβης πήγε στη Δήλο, βρήκε το πωλητήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, που είναι δημόσιο μουσείο, κλειστό, και πολύ στενοχωρήθηκε...

O Βρετανός πρέσβης πήγε στη Δήλο, βρήκε το πωλητήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, που είναι δημόσιο μουσείο, κλειστό, και πολύ στενοχωρήθηκε. Πήγε όμως και σε άλλο μουσείο, ιδιωτικό, και χάρηκε πολύ γιατί εκεί όλα λειτουργούσαν άψογα. Ποια είναι το συμπέρασμα λοιπόν; Να ενισχυθεί από το κράτος το Αρχαιολογικό Μουσείο της Δήλου ή να του δώσουμε μία να πάει ακόμα πιο βαθιά, να έρθει ένας ευπατρίδης ιδιώτης, που θα το σώσει από τη σίγουρη συντριβή;

Για το Βρετανό πρέσβη, τον Ελληνόφωνα υπουργό Πολιτισμού και σίγουρα πολλούς ακόμα, για τους οποίους οι απεργίες των αρχαιολόγων δεν είναι παρά «εμμονικοί συνδικαλισμοί» και όσοι διαφωνούν με την εκχώρηση του πολιτισμού στην ιδιωτική πρωτοβουλία «οπισθοδρομικοί με παρωχημένες ιδέες», ο σωτήρας ιδιώτης επενδυτής ή χορηγός είναι η μεγάλη ευκαιρία που έχουμε.

Ο Κ. Τασούλας, στο συνέδριο που διοργάνωσε η Βρετανική Πρεσβεία με θέμα «Χρηματοδότηση και Αειφορία Μουσείων και Πολιτιστικών Χώρων» ήταν απολύτως σαφής: «Η χρηματοδότηση των Μουσείων, των πολιτιστικών χώρων και φορέων δεν μπορεί να προέλθει πλέον αποκλειστικά από το κράτος. Ένα νέο επιτυχημένο μείγμα συνεισφοράς στον πολιτισμό μας υποδεικνύεται από το εξωτερικό, αλλά δοκιμάζεται σιγά-σιγά και στη χώρα μας, με ορατά αποτελέσματα. Είναι το μείγμα χρηματοδότησης από το κράτος, τον ιδιωτικό τομέα (χορηγοί), και την κοινωνία των πολιτών, που αντικαθιστά και συμπληρώνει την αποκλειστική κρατική στήριξη και ανοίγει νέους δρόμους, όχι μόνο επίλυσης χρηματοδοτικών προβλημάτων, αλλά και προβολής και ανάδειξης των πολιτιστικών αγαθών, με συμμετοχή των πολιτών».

Πριν το ομολογήσει με τόση σαφήνεια, από κάποιους, οι οποίοι σίγουρα τώρα θα πληθύνουν, ακούγονταν πρόθυμες «φωνούλες», που μιλούσαν για τα μουσεία που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις.

Αλήθεια, τι είδους απαιτήσεις είναι αυτές, που διαφέρουν από αυτή που έχει πάντα ο άνθρωπος δηλαδή την ελεύθερη, ανεμπόδιστη, βαθιά, βιωματική προσέγγιση του πολιτισμού, της μνήμης, του παρελθόντος;

Άλλοι συνοφρυώνονταν γιατί ο κοσμοπολιτισμός τους δεν αντέχει τις ξεπερασμένες αγκυλώσεις κάτι μονόχνοτων αρχαιολόγων, άσε που μπορεί να είναι και αριστεροί, δηλαδή ακόμα χειρότερα. Αυτές οι φωνούλες έρχονταν από πολιτικώς ορθά και αρκούντως καθεστωτικά ΜΜΕ, από επιστήμονες που γνωρίζουν την αλήθεια την οποία δεν ξέρουν άλλοι, από πρώην πολιτικούς που στο αρχαίο μάρμαρο και τους χορηγικούς κουμπαράδες βρήκαν ένα νέο νόημα ζωής.

Είναι η νέα αντίληψη για την πολιτιστική κληρονομιά που νοείται ως αγοραίο προϊόν και όχι ως δημόσιο αγαθό, που αντιμετωπίζει τα μουσεία με οικονομικά κριτήρια, άλλοτε ως πιθανή πηγή κερδοφορίας και άλλοτε ως παθητικά ιδρύματα, αδιαφορώντας –πάντως- επί της ουσίας για τη μορφωτική δύναμη που δυνάμει ενέχουν.

Κάπως έτσι φτάσαμε σε αυτή την ομολογία, η οποία χωρίς κανένα περιθώριο για αμφιβολίες ή δεύτερες σκέψεις λέει: το κράτος που εκ του συντάγματος είναι υποχρεωμένο να προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά ξεχάστε το.

Στο εξής ό,τι πρόκειται να λειτουργήσει, θα λειτουργήσει λόγω ιδιωτικών κεφαλαίων. Όσοι λένε ότι το ιδιωτικό χρήμα έρχεται μόνο για να βοηθήσει χωρίς άλλες απαιτήσεις ελέγχου και συνδιαχείρισης, απλώς λένε ψέμματα. Ήδη στο φορέα που θα διαχειριστεί το ενάλιο αρχαιολογικό πάρκο του όρμου Ναβαρίνου στην Πύλο προβλέπεται η εμπλοκή ιδιώτη. Πιστεύει κανείς ότι θα είναι διακοσμητικός;

Και που νομίζετε ότι θα κατευθύνονται τα ιδιωτικά κεφάλαια, είτε με τη μορφή χορηγιών, είτε με τη μορφή επένδυσης; Σχεδόν αποκλειστικά σε χώρους, μουσεία, μνημεία «πρώτης γραμμής», εκεί που συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο κομμάτι του τουρισμού. Οι πολιτιστικές δομές στις μικρές επαρχίες, εκεί που οι άνθρωποι διψάνε για μία άλλη διέξοδο και που το καταλαβαίνουν μόνο όταν τους την παρέχει κάποιος, εκεί δεν θα αναπνέει τίποτα, ούτε φυσικά το κράτος θα είναι παρόν. Όχι επειδή δεν έχει χρήματα… Όχι, δεν είναι αυτή η αιτία. (αφήστε που χρήματα υπάρχουν, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση). Αυτή είναι μόνο η αφορμή ώστε το ιδιωτικό κεφάλαιο να προσεταιριστεί και ό,τι μέχρι χθες δεν ακουμπούσε, τα μουσεία και την πολιτιστική κληρονομιά.

Όλο αυτό βέβαια χρειάζεται και το κατάλληλο λεκτικό περιτύλιγμα όπου οι έννοιες αντέχουν μόνο διαστρεβλωμένες. Έτσι, σε αυτή την αγοραία λογική:

–          «αύξηση της επισκεψιμότητας» δεν σημαίνει μεγαλύτερη και καλύτερη επικοινωνία με τους επισκέπτες, αλλά σημαίνει αύξηση των εσόδων από εισιτήρια και πωλητέα, μεγαλύτερη υπαγωγή στους νόμους της πολιτιστικής και τουριστικής βιομηχανίας,
–          «ευελιξία» δεν σημαίνει δυνατότητα για πολλαπλές δράσεις, για υπέρβαση των παραδοσιακών εκθεσιακών πρακτικών, ούτε βέβαια εκθεσιακός και ερμηνευτικός αναστοχασμός, αλλά σημαίνει συμπράξεις με ιδιώτες, προσέλκυση χορηγικών κεφαλαίων, ανταλλαγές εκθεμάτων και εκθέσεων με χαμηλότερο κόστος και χαλαρότερο θεσμικό και διαχειριστικό έλεγχο,
–          «ανταποδοτικότητα» δεν σημαίνει γόνιμη και παραγωγική ανατροφοδότηση του μουσείου από τους επισκέπτες, σε μια ζωντανή σχέση επικοινωνίας, αλλά σημαίνει «όσα δίνω πρέπει και να παίρνω, αλλιώς είναι αντιπαραγωγικό» ή, ακόμη περισσότερο, «χρηματοδοτώ όσα είναι κερδοφόρα, αλλιώς ας κλείσουν ή ας βρουν χορηγούς».

Δηλαδή, ό, τι συμβαίνει σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, σε ό,τι μέχρι χθες γνωρίζαμε ως δημόσιο αγαθό, την υγεία, την παιδεία, τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Ανεπάρκειες, δυσκολίες, υποστελέχωση, υποχρηματοδότηση, δεν αποτελούν αιτίες για να σκύψει η πολιτεία, αλλά μια χρυσή ευκαιρία για να ξεπουλήσει. Άλλωστε η χώρα που ζούμε δεν είναι κομμουνιστική… «Η Ελλάδα ήταν η μόνη μη-κομμουνιστική χώρα με τόση λατρεία στο κράτος και οποιαδήποτε προσπάθεια για απεξάρτηση, αντιμετωπιζόταν με θυμό και αντιδράσεις», είπε υπουργός Πολιτισμού στο ίδιο συνέδριο. Αλλά ο υπουργός δεν θα έπρεπε να ανησυχεί μήπως στα μέλη της κυβέρνησης, της οποίας αποτελεί μέλος, αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του κομμουνιστή. Προσέχουμε που αποδίδουμε τους τιμητικούς χαρακτηρισμούς. Αν μπορούσε να αποδοθεί κάποιος θα ήταν μόνο εκείνος του «ντίλερ» της δημόσιας περιουσίας.

Απόψεις