Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η αθέατη όψη του ελληνοϊταλικού πολέμου και η Πέμπτη Φάλαγγα

  Η Ιστορία είναι χρήσιμη όταν η ανάγνωση γίνεται από την δική μας, την εθνική, σκοπιά και διπλά χρήσιμη όταν..

 

Η Ιστορία είναι χρήσιμη όταν η ανάγνωση γίνεται από την δική μας, την εθνική, σκοπιά και διπλά χρήσιμη όταν γίνεται από την σκοπιά του εχθρού, της «άλλης πλευράς του λόφου».

«14 Ιανουαρίου 1941: Κλεισμένοι σε ένα βρώμικο δωμάτιο, ένα μακάβριο και τρομακτικό θέαμα, εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια μας. Το δωματιάκι είναι γεμάτο από τραυματισμένους ή άρρωστους αιχμαλώτους. Ξαπλωμένα ανάσκελα στο γυμνό πάτωμα, εγκαταλειμμένα και μόνα τους, εκείνα τα ακρωτηριασμένα σώματα κακοποιημένα από τα τραύματα της γάγγραινας κείτονται ανάμεσα στα σκουπίδια, χωρίς καμία βοήθεια, μην μπορώντας να κινηθούν».

Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Giovanni Roba, ανθυπολοχαγού του 2ου Τάγματοςτου 41ου Συντάγματος Πεζικού «Modena».

Το μικρό εδάφιο προέρχεται από το εξόχως διαφωτιστικό βιβλίο του Ιταλού Ιστορικού Giorgio Rizzo με τίτλο «Ο Πικρός Πόλεμος – Η Ελληνοϊταλική Σύγκρουση 1940 – 41» και καταδεικνύει τη φρίκη του πολέμου. Ο Giorgio Rizzo, ένας ακούραστος και παθιασμένος ερευνητής, φέρνει στην επιφάνεια πολλές άγνωστες πτυχές του πολέμου 1940 – 41 και ντοκουμέντα που προέρχονται τόσο από ελληνικά όσο και από ιταλικά αρχεία.

Ανασύρει από την αχλή του χρόνου ημερολόγια φασιστών αξιωματούχων και Ιταλών στρατιωτών, μελετά εξονυχιστικά μέρα προς μέρα τα γεγονότα και την κατασκευή των αιτίων που οδήγησαν στην εισβολή, ξεσκεπάζει τις ψευδαισθήσεις της φασιστικής κυβέρνησης για μία εύκολη νίκη συνθέτοντας ένα λεπτομερές χρονολόγιο από την αρχή του πολέμου ως την κατάληψη της Κρήτης. Εστιάζει στους ψυχολογικούς και ηθικούς παράγοντες που επέδρασαν στον πόλεμο αυτό, τα αισθήματα των Ελλήνων και των Ιταλών στρατιωτών.

Όταν ο Malaparte ήρθε στην Αθήνα…

Κάπου στις 20 Μαρτίου 1940 ο Galeazzo Ciano (υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Ντούτσε) συνάντησε στη Νεάπολη το διάσημο δημοσιογράφο και λογοτέχνη Curzio Malaparte*, έναν από τους «πνευματικούς πράκτορες» που εκείνος είχε στρατολογήσει για την προσωπική του κατασκοπία. Του ανέθεσε την αποστολή να πάει στην Αθήνα για να δει μερικούς αξιωματούχους  του Γενικού Επιτελείου και της ελληνικής κυβέρνησης και να κάνει αναφορά. Μάλιστα του προκατέβαλε και τις δαπάνες του ταξιδιού.

Σε μια περίοδο που ο ιταλικός φασισμός θεωρούσε αφορμή για να εκδηλώσει επίθεση κατά της Ελλάδας τη μη τήρηση ουδετερότητας, καταγράφεται η εξής προδοσία, στις 29 Ιουνίου 1940: Ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, «κάρφωσε» στον Ιταλό πρέσβη Grazzi ότι 3 αγγλικά αντιτορπιλικά στάθμευαν στον όρμο της Μονεμβασιάς. Μια πραγματική προδοσία υπέρ της Ιταλίας που κατηγορούσε την Ελλάδα  ότι φιλοξενούσε αγγλικά πλοία.

Στις 2 – 12 Ιουλίου 1940,πάντα σύμφωνα με την έρευνα του Giorgio Rizzo: Το φιλοϊταλικό τμήμα του ελληνικού στρατού και της πολιτικής ηγεσίας, με αρχηγό τον υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου, στρατηγό Πλατή, προσπάθησε να οδηγήσει την Ελλάδα στο πλευρό του Άξονα. Ο Μεταξάς το σκέφτηκε, συζήτησε το θέμα στο υπουργικό συμβούλιο και έθεσε σε περιορισμό ή κατέστησε «αβλαβείς» τους στρατιωτικούς που το στήριζαν.

Ανησυχούσε μην τυχόν και νικήσει!

Ο Luigi Mondini θυμάται: «Τον ίδιο μήνα του Ιουλίου, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Πλατής, πρώτος Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, είχε διατυπώσει σοβαρές κριτικές σχετικά με την προετοιμασία του ιταλικού στρατού και την πολιτική κατεύθυνση στην Ελλάδα, που, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να είναι στο πλευρό του Άξονα. Είχε συλληφθεί αμέσως, είχε δημιουργηθεί μια αναταραχή μεταξύ των αξιωματικών, αλλά τα νερά γρήγορα ηρέμησαν». Παράξενο όντως γεγονός ένας Έλληνας επιτελικός αξιωματικός να αγωνιά για την καταλληλότητα της προετοιμασίας εισβολής του ιταλικού στρατού στην χώρα του!

Το σχέδιο εισβολής του ιταλικού στρατού στόχευε στην κατοχή της Θεσπρωτίας (Τσαμουριάς, κατά τα ιταλικά έγγραφα) μέχρι το Μεσολόγγι και τα Ιόνια νησιά. Ας δούμε την αντίδραση του ελληνικού αστικού κόσμου. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1940 ο πράκτορας Nebil Dino μεταφέρει 5.000.000 ιταλικές λίρες σε 50 επιταγές για τους «Έλληνες φίλους», αλλά αυτοί θέλουν μετρητά σε δραχμές, ιταλικές λιρέτες, στερλίνες, ενώ σε 10 μέρες ζητά άλλα 5.000.000 καθώς οικονομικοί και πολιτικοί και άλλοι κύκλοι, δήλωσαν την υποστήριξη τους στην Ιταλία, αποδεχόμενοι τα χρήματα.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1940:  Ο Άγγλος πρεσβευτής Palairet ενημερώνει το Λονδίνο ότι «ο υπουργός Οικονομικών Ανδρέας Αποστολίδης, ο υφυπουργός Εξωτερικών Νικόλαος Μαυρουδής και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Παπάγος ήταν έτοιμοι, εάν κρινόταν απαραίτητο, να παραχωρήσουν την Ήπειρο στους Ιταλούς».

Το βιβλίο καταγράφει πλήθος επεισοδίων που πρέπει να γίνουν κτήμα του αναγνωστικού κοινού ώστε να ξεπεράσει τους «εθνικούς μύθους» που συστηματικά οικοδόμησε το αστικό κατεστημένο οικονομικό – πολιτικό – στρατιωτικό, για να ωραιοποιήσει, με το αίμα του λαού, το προδοτικό του ρόλο και να συγκαλύψει τα ιδιοτελή συμφέροντα του, που το έφερναν να διαπραγματεύεται, ακόμη και υπό τις βροντές των κανονιών, με τον ιταλικό φασισμό και το γερμανικό ναζισμό.

Το τμήμα του ελληνικού στρατιωτικού κατεστημένου που τα επόμενα χρόνια θα επανδρώσει τις κυβερνήσεις της αισχρής Συνεργασίας με τους Κατακτητές, αλλά και θα μεταστραφεί προς τους Άγγλους, ιδιαίτερα όταν αυτοί αποφασίζουν να εκκαθαρίσουν από κάθε δημοκρατικό στοιχείο τις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής το 1943, κρατά την εξής στάση στις 28 Οκτωβρίου 1940:

«Σχεδόν όλες οι οδηγίες και τα σχέδια του Γενικού Επιτελείου χαρακτηρίζονταν από ένα πνεύμα τόσο επιφυλακτικό προς τον Ιταλό εχθρό, που είχε γίνει αποδεκτή η εγκατάλειψη του κύριου κορμού της Ηπείρου και η οπισθοχώρηση σε μια πιο ασφαλή γραμμή, πιο νότια και ανατολικά, όλα αυτά, σαφή σημάδια του φόβου απέναντι σε ένα δυνατό εχθρό». Απόψεις που συμμερίζονταν πλήρως ο δικτάτορας Μεταξάς, αλλά που αμφισβήτησε ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος**, που διοικούσε την 8η Μεραρχία στην Ήπειρο, ο οποίος αντιτάχθηκε σε αυτό το ηττοπαθές σχέδιο και κατόρθωσε να το ακυρώσει».

Οι Εκδόσεις Historical Quest μετέφρασαν το βιβλίο του Giorgio Rizzo, «Grecia – La Guerra Subdola» το οποίο έχει ήδη εκδοθεί στην Ιταλία από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών ΙSTLIB του Πορντενόνε. Ο τίτλος που επιλέχθηκε για την ελληνική έκδοση, «Ο Πικρός Πόλεμος – Η Ελληνοϊταλική Σύγκρουση 1940-41», ίσως αναδεικνύει μία άλλη πλευρά αυτού του πολυσήμαντου γεγονότος· την πικρία και την αμηχανία που προκάλεσε ο πόλεμος αυτός σε Έλληνες και Ιταλούς, δύο λαούς, με μακροχρόνιους δεσμούς και πολιτισμική συγγένεια.

Ιταλοί στρατιώτες περιμένουν το συσσίτιο τους σε ένα ελληνικό στρατόπεδο τον Ιανουάριο του 1941
Ιταλοί στρατιώτες περιμένουν το συσσίτιο τους σε ένα ελληνικό στρατόπεδο τον Ιανουάριο του 1941

 

Μέσα από τις σελίδες αναδύονται στιγμές ανθρωπιάς καταγεγραμμένες στα ημερολόγια των πολεμιστών, που δίνουν ένα διαχρονικό μήνυμα ελπίδας όπως αποκαλύπτει το παρακάτω απόσπασμα ημερολογίου του  Giovanni Roba, ανθυπολοχαγού του 2ου Τάγματος του 41ου Συντάγματος Πεζικού «Modena»:

«12 Ιανουαρίου 1941: Μια νότα συγκίνησης εν μέσω τόσου πόνου. Ένας Έλληνας αξιωματικός, σχεδόν στα κρυφά, μου χαρίζει ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, μερικές ελιές και λίγο τυρί. Είναι το συσσίτιο του για όλη την ημέρα».

………………………………………………..

(*) Πολυσχιδής αλλ’ αντιφατική προσωπικότητα. Φασίστας από το 1922, απομακρύνεται από το κόμμα το 1930. Απεσταλμένος ιταλικών εφημερίδων στο μέτωπο της Ουκρανίας, αναγνώρισε τη δυναμική του σοβιετικού καθεστώτος και του Κόκκινου Στρατού. Ο Γκέμπελς διέταξε την ανάκληση του. Προϊόν της εμπειρίας του, το αριστουργηματικό βιβλίο του, «Οι πηγές του Βόλγα». Μετά τον πόλεμο μεταστρέφεται πλήρως και προσχωρεί στο Ιταλικό Κ.Κ. Ένα χρόνο πριν τον θάνατο του, το 1957, επιστρέφει στον Καθολικισμό.

(**) Ο στρατηγός που συνέβαλε όσο ελάχιστοι στη συγκράτηση του αλβανικού μετώπου στον Καλαμά. Δυστυχώς έγινε υπουργός Εργασίας της δοσίλογης κυβέρνησης Τσολάκογλου για 5 μήνες και καταδικάστηκε από δικαστήριο δοσιλόγων σε φυλάκιση 5,5 ετών.

Απόψεις