Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Τζαβαλάς Καρούσος: ένας εξαίρετος ηθοποιός, ένας φλογερός αγωνιστής, οραματιστής, κομμουνιστής

Σαν σήμερα, το 1969 πεθαίνει στο Παρίσι κυνηγημένος και σακατεμένος από τη Χούντα

«Εν Αθήναις και εν τω Νομαρχιακώ Καταστήματι σήμερον την 19ην του μηνός Μαϊου του έτους 1948 … η Πρωτοβάθμιος Επιτροπή Δημοσίας Ασφαλείας του Νομού Αττικής … προτείνονται προς εκτόπισιν εις νήσον Ικαρίαν, ως επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν Ασφάλειαν οι …Τζαβαλάς Καρούσος… σαφώς προκύπτει ότι άπαντες ούτοι συνειδητά όργανα του ΚΚΕ εργάζονται ποικιλοτρόπως διά την επικράτησιν του κομμουνισμού εν Ελλάδι».

Ο Τζαβαλάς Καρούσος (πραγματικό όνομα Καρούσος Τζαβαλάς) γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 8.9.1904 και τέλειωσε το Γυμνάσιο στο νησί του. Ήταν γιος της Πολυξένης και του Παναγιώτη Τζαβαλά. Η μάνα του, ξεχωριστή γυναικεία προσωπικότητα, ήταν κορυφαίο στέλεχος του λαϊκού κινήματος στο νησί της Λευκάδας. Προέδρευσε μάλιστα στο Τμήμα Λευκάδας του ΣΕΚΕ που μετονομάστηκε αργότερα σε ΚΚΕ. Από τα μαθητικά του χρόνια, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα, τον τόμο «Περιμένω» (γραμμένα στο Μακρονήσι), καθώς και το βιβλίο «Γυάρος».

Πλούσια ήταν η καριέρα του, και περιλάμβανε όλα τα είδη θεάτρου. Έπαιξε νεοελληνικό και κυρίως κλασικό θέατρο. Εκεί, όμως που διακρίθηκε, ήταν στο δράμα. Ο Τζαβαλάς δεν ήταν μόνο ένας εξαίρετος ηθοποιός, ήταν επίσης ένας φλογερός και ακούραστος αγωνιστής, ένας οραματιστής, κομμουνιστής, ενταγμένος στις τάξεις του λαϊκού κινήματος από το 1930 ακόμη.

Μαθητής ακόμα του Γυμνασίου θα κυκλοφορήσει μαζί με τον Νίκο Κατηφόρη την σατιρική εφημερίδα «Πειρασμός», στην οποία υπογράφει με το ψευδώνυμο Καρφοβελόνης. Επίσης υπάρχουν ακόμα δύο τίτλοι εφημερίδων, «Ένωσις», το 1922 και «Εθνική Σωτηρία», το 1923. Συχνά στο σχολείο απήγγειλε στίχους του Βαλαωρίτη και του Σολωμού. Τα όνειρα των γονιών του, και ιδιαίτερα της μητέρας του, να τον καμαρώσουν δικηγόρο.

Πριν ακόμα τελειώσει το Γυμνάσιο φτάνει στη Λευκάδα ο θίασος του Σπύρου Χαντά. Από την παρέα του, δύο παιδιά είναι που πηγαίνουν κάθε βράδυ στις παραστάσεις του θιάσου, ο Καρούσος και ο Νίκος Κατηφόρης. Η πρωταγωνίστρια τον ξεχωρίζει και εκείνος της εκμυστηρεύεται ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά οι γονείς του δεν θα το επιτρέψουν. Η Καίτη Χαντά τον παροτρύνει να ακολουθήσει το όνειρό του, κι ένα βράδυ που χρειάστηκαν κάποιον ηθοποιό τον κάλεσαν στη σκηνή και τον μεταμφίεσαν με τρόπο ώστε να μην τον αναγνωρίσει κανένας. Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Καρούσου στη Λευκάδα, σε ηλικία 16-17 ετών. Σε λίγες μέρες ο θίασος έφυγε για την Κέρκυρα και ο Καρούσος, κρυφά από τους δικούς του, τους ακολούθησε στο καράβι της γραμμής, με ένα μπογαλάκι στο χέρι. Εκεί έλαβε μέρος σε πολλές παραστάσεις, παίζοντας διάφορους ρόλους. Είχε ήδη αρχίσει να περπατάει το μαγικό δρόμο της Τέχνης, που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.

Ωστόσο, το 1922, πηγαίνει στην Αθήνα και γράφεται στη Νομική Σχολή μαζί με το Νίκο Κατηφόρη. Ο πατέρας του ήταν άρρωστος και τα οικονομικά τους πολύ δύσκολα. Τον τελευταίο χρόνο παίρνει μια υποτροφία, ενώ ο νομοθέτης της Βουλής Κώστας Γράψας, συγγενής του, διανοούμενος και ποιητής, τον στηρίζει ηθικά και τον φέρνει σε επαφή με κύκλους λογίων και διανοουμένων εποχής. Έτσι, ο σπόρος των σοσιαλιστικών ιδεών ριζώνει στο πνεύμα του. Μαζί με τον ποιητή Τεύκρο Ανθία, τον Θανάση Κλάρα (Άρη Βελουχιώτη), αλλά και ομάδα συμφοιτητών του, κάνουν παρέα με τον ποιητή Κώστα Βάρναλη και τα βράδια συχνάζουν στην ταβέρνα της οδού Ευριπίδου, όπου ο ποιητής εμπνεύστηκε τους «Μοιραίους». Ανήκει στο θεατρικό όμιλο του Πανεπιστημίου, ενώ παρακολουθεί και δραματική τέχνη στο Εθνικό Ωδείο, με δασκάλους τον Αιμίλιο Βεάκη και τη Σαπφώ Αλκαίου.

Ο θάνατος του πατέρα του υπήρξε η στιγμή που οριστικά αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του νεοελληνικού θεάτρου, στο οποίο είχε ήδη μυηθεί. Το 1923 υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, ενώ το 1924 είναι ήδη επαγγελματίας ηθοποιός στο θίασο Βεάκη-Νέζερ. Ο Αιμίλιος Βεάκης ενσαρκώνει το καλλιτεχνικό του ιδεώδες και σ’ όλη του τη ζωή θα τον μνημονεύει με σεβασμό και αληθινό θαυμασμό.

Το 1926 ξεκινά με το θίασο Νέζερ μια μεγάλη περιοδεία και φτάνει στην Αλεξανδρούπολη, πόλη που είχε μεγαλώσει μετά την καταστροφή του ΄22 με τους ξεριζωμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας, που ήρθαν φέρνοντας μαζί νέες τάσεις και ιδέες. Το θεατρόφιλο κοινό μικρό, αλλά παθιασμένο και τακτικό. Στις πρώτες θέσεις του κινηματογράφου «Ηλύσια», που έπαιζε ο θίασος του Καρούσου, κάθονταν η δεκαοχτάχρονη Ελένη Βαρνακιώτη, υπάλληλος της Νομαρχίας, όμορφη, καθωσπρέπει, από οικογένεια με καλή σχετικά οικονομική κατάσταση, παρά τη φτώχεια που επικρατούσε. Ο έρωτας ήταν ακαριαίος, ο γάμος έγινε πριν φύγει ο θίασος από την πόλη, στη σάλα του σπιτιού της, με κουμπάρο το Χριστόφορο Νέζερ. Εκεί θα γεννηθεί και το μοναδικό παιδί του Καρούσου, η Δέσπω, όταν ο γάμος είχε ήδη κάνει τον κύκλο του και η Ελένη θα βρίσκεται σε δραματικό αδιέξοδο. Σε αυτό το σπίτι θα μείνει η Ελένη μαζί με την κόρη της. Εκεί θα βρεθούν αργότερα από την κόρη τα 350 γράμματα του Καρούσου, που καλύπτουν μια δεκαετία, 1926-1936.

Από το 1924 ως το 1931 αγωνίζεται σκληρά για να επιβιώσει, άλλοτε παίζοντας στην Αθήνα, άλλοτε με μπουλούκια στην επαρχία. Συχνά επισκέπτεται και τη μάνα του και τους παιδικούς του φίλους στη Λευκάδα. Η μάνα του, η Πολυξένη μετά το θάνατο του άντρα της ξεπουλάει ότι πολύτιμο έχει στο σπίτι και προσπαθεί να κρατήσει μόνη της το δερματεμπορικό. Ταυτόχρονα, σε αυτή την ηλικία μαθαίνει ανάγνωση και η πολιτική μπαίνει στη ζωή της. Από το κόμμα του βασιλιά που ανήκε ο πατέρας της μεταπηδά στις τάξεις των σοσιαλιστών.

Το 1931 ο Καρούσος προσλαμβάνεται στο Εθνικό θέατρο, ενώ λίγο πριν, σε μια περιοδεία στην Αλεξανδρούπολη συναντά για πρώτη φορά την πεντάχρονη κόρη του. Με το συμβόλαιο που υπογράφει με το Εθνικό αλλάζει σημαντικά η ζωή του. Φέρνει μαζί του στην Αθήνα την μητέρα του και το κεφάλαιο Λευκάδα κλείνει οριστικά γι’ αυτόν. Συμμετέχει στο αριστερό κίνημα και ανήκει στην οργάνωση «Εργατική Βοήθεια». Ο προβληματισμός για την τέχνη του ηθοποιού κυριαρχεί στη σκέψη του. Η νέα ιδεολογία έφερνε και νέα αισθητική στην τέχνη του. Δεν υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα στον κοινωνικό και καλλιτεχνικό προβληματισμό. Κερδίζει ικανοποιητικά χρήματα για να συντηρεί την οικογένεια, ενώ η πορεία του είναι συνεχώς ανοδική.

Το 1935 και σε ηλικία 30 χρονών φεύγει από το Εθνικό. Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του, που δεν του επέτρεπε παραχωρήσεις ούτε στην τέχνη του, ούτε στις πεποιθήσεις του, οι επαγγελματικές και πολιτικές του διώξεις, η ανήσυχη ψυχή του και η ανάγκη διερεύνησης της καλλιτεχνικής του έκφρασης, τον οδηγούν στη φυγή στο εξωτερικό. Συντροφιά του μια συγγραφέας, διανοούμενη, ελληνίδα της διασποράς. Μαζί κάνουν το γύρω της Δύσης, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Μαδρίτη. Παρακολουθεί παραστάσεις με κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής, ενώ παράλληλα, με έδρα το Παρίσι. Κάνει σπουδές στη Σορβόννη, ταξίδια και επαφές με ανθρώπους της δουλειάς του αλλά και με επαναστάτες Γάλλους.

Στην Ελλάδα είχε εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του Μεταξά. Ο Καρούσος επιστρέφει και αρχίζει να παίζει στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη σ’ ένα έργο του Ζιρωντού. Δέκα μέρες μετά τον συλλαμβάνει η Ασφάλεια. Η θιασάρχης κατάφερε με διαπραγματεύσεις να τον απελευθερώσει, αλλά από τότε άρχισε η πολιτική του δίωξη. Η μάνα του, η καπετάνισσα όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι του, είχε ήδη μετατρέψει το σπίτι τους στο Βύρωνα, στην τοποθεσία Κοπανάς, σε καταφύγιο διωκόμενων της εποχής, ανάμεσά τους και κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ.

Το φθινόπωρο του ’36 ιδρύει το «Καλλιτεχνικό Θέατρο», με τον Πέλο Κατσέλη διευθυντή και σκηνοθέτη. Ο θίασος συγκεντρώνει σημαντικά πρόσωπα του θεάτρου (Λ. Καλλέργη, Μαλαίνα Ανουσάκη, Γ. Αργύρη, Παντελή Ζερβό κ.α.) και ασχολείται με το ποιοτικό, κλασσικό ρεπερτόριο.

Το 1937 είναι μέλος του θιάσου της Κατερίνας Ανδρεάδη και το 1938 συμμετέχει στη θερινή περιοδεία του θιάσου Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1939 παίζει στο θέατρο «Ρεξ». Από το 1939 ως το 1940 ανήκει στο θίασο «Άρμα Θέσπιδος» παράρτημα του Βασιλικού Θεάτρου, που περιοδεύει στα μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας. Παίζει, ως πρωταγωνιστής, ρόλους κλασικούς και μοντέρνους με μεγάλη επιτυχία.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ξεσπά ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο Καρούσος παίρνει μέρος στο αντιπολεμικό έργο «Μετά τη νίκη» και «Πολεμικές Καντρίλιες» με το θίασο της Κ. Ανδρεάδη.

Ο Καρούσος το Μάη του 1941, αδυνατισμένος από σοβαρή ασθένεια που πέρασε, κλείνει συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο. Είναι η τελευταία του θητεία στο Εθνικό, θα διαρκέσει μέχρι το 1946 και θα υποδυθεί δεκατέσσερις ρόλους. Εντάσσεται στις γραμμές του ΕΑΜ καλλιτεχνών, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Πήρε μέρος ενεργά σε όλες τις εκδηλώσεις και η συμμετοχή και ο αγώνας του επιβάρυναν τον φάκελο που ήδη είχε στην Ασφάλεια. Η μάνα και η κόρη του φεύγουν για την Βόνιτσα και ο Καρούσος με τη σύντροφό του Λέλα, ενεργό μέλος της Αντίστασης, νοικιάζουν ένα υπόγειο, στο οποίο η οικογένεια θα μείνει πάρα πολλά χρόνια, ακόμα και τα δύσκολα χρόνια των διωγμών και της εξορίας που ακολούθησαν.

Το 1944 επιστρέφει η μάνα του και η κόρη του από τη Βόνιτσα. Η Αντίσταση του λαού κορυφώνεται και γίνονται ένοπλες συμπλοκές στο κέντρο της πόλης, παντού επικρατεί κλίμα τρόμου, καθώς η εκδικητική μανία των Γερμανών οδηγεί στην εκτέλεση των διακοσίων στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ανάμεσά τους και ο συμπατριώτης του Καρούσου, Λευκαδίτης, Βασίλης Φίλιππας (Τάμπανος), που τον είχε μυήσει από τα μαθητικά τους χρόνια στην έννοια της ταξικής πάλης. Ήταν από τους έγκλειστους στην Ακροναυπλία. Στις 12 Οκτωβρίου υποστέλλεται η Σβάστικα και οι Γερμανοί φεύγουν από την Αθήνα.

Ο Καρούσος συμμετείχε στο αιματηρό συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη και έζησε το κλίμα βίας και τρομοκρατίας που ακολούθησε στους δρόμους της πόλης τις επόμενες μέρες. Με το τέλος της ένοπλης σύρραξης έφυγαν με το Βεάκη για το βουνό. Στη Λάρισα συναντήθηκε με άλλους ηθοποιούς, έφτιαξε ένα θίασο με περίπου πενήντα ηθοποιούς και άρχισε αμέσως τις παραστάσεις.

Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας επιστρέφει σε μια αφιλόξενη Αθήνα. Παίρνει μέρος σε παραστάσεις του Εθνικού, ενώ συχνά γίνεται αντικείμενο βίαιης συμπεριφοράς από αντιφρονούντες, λόγω τον πολιτικών του πεποιθήσεων, όπως επίσης και πολλοί συνάδελφοί του.

Μετά θα ακολουθήσει ο ανελέητος διωγμός του, μαζί με την προετοιμασία της ανοιχτής ρήξης, του εμφυλίου. Από το Μάιο του 1946 είναι εκτός Κρατικής Σκηνής. Στις 30 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου απαγγέλει στην αίθουσα του Παρνασσού την τραγωδία του Άγγελου Σικελιανού «Ο Χριστός στη Ρώμη». Ο ποιητής του προσφέρει ένα αντίτυπο με την αφιέρωση : Του Καρούσου, Που περηφανεύομαι γι’ αυτόν σα λευκαδίτης, Άγγελος Σικελιανός

Όταν όμως προγραμματίστηκε να επαναληφθεί η απαγγελία στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο», απαγορεύτηκε η εκδήλωση και η αίθουσα σφραγίσθηκε από την αστυνομία!

Αρχές του 1948 συνεργάζεται με το θίασο του Β. Αργυρόπουλου στην ελληνική κωμωδία: «Τα καραφάκια του κυρ-Αριστείδη», την άνοιξη με δικό του θίασο ανεβάζει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τον «Έμπορο της Βενετίας» και ετοιμάζει το θίασο για τη θερινή περίοδο στο θέατρο «Μακέδο». Οι παραστάσεις ξεκινούν, αλλά διακόπτονται απότομα, όταν το Μάη του 1948 ο Καρούσος συλλαμβάνεται. Πρώτος σταθμός της εξορίας του η Ικαρία.

Το καλοκαίρι του 1949 μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Η ήδη κλονισμένη κατάσταση της υγείας του, έγινε απελπιστική. Ο νεαρός Λευκαδίτης, συγκρατούμενος του Καρούσου, Γιώργος Λογοθέτης, τον βοηθάει στην αρρώστια του και ο ίδιος αργότερα θα πει: «Τότε είναι που θα γεμίσει η Μακρόνησος με ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες του θεάτρου και του κινηματογράφου, με επιστήμονες. Ανάμεσά του ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Θανάσης Βέγγος, ο Μάνος Κατράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γρ. Μπιθικώτσης, ο Τζ. Καρούσος, ο Ηλίας Ηλιού.

Τρίτος σταθμός ο Αϊ-Στράτης. Ο Καρούσος σε γράμμα στη γυναίκα του θα πει: «Έπρεπε, αγάπη μου, να γνωρίσεις εκείνη την κόλαση που άφησα χτες το πρωί για να καταλάβεις τι θα πει νερό και ίσκιος από δέντρο. Εδώ είναι μια κόλαση ανετότερη. Η ελπίδα μου είναι πάντα καλά στην υγεία της».

Μακρόνησος 1950. Διακρίνονται από αριστερά: Ο ηθοποιός Γ. Γιολδάσης, ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς

Ο ίδιος όμως είναι βαριά ασθενής, μεταφέρεται σε νοσοκομείο της Λήμνου και στο τέλος του 1951, με άδεια, σε νοσοκομείο της Αθήνας. Το 1953 θα συλληφθεί και πάλι, αλλά το φθινόπωρο του ίδιου χρόνιου θα αφεθεί ελεύθερος.

Το 1952-53 ο θίασός του συνεργάζεται με τον Αντρέα Βέμπο και με πρωταγωνίστρια τη Δάφνη Σκούρα οργώνουν την επαρχία σε μια πολύ επιτυχημένη περιοδεία. Όμως, το Μάη του 1953 διακόπτεται ξανά η επαγγελματική του δραστηριότητα, καθώς συλλαμβάνεται και πάλι και ακολουθεί το δρόμο της εξορίας στον Αϊ-Στράτη. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ελευθερώνεται για λόγους υγείας.

Το 1957 είναι χρονιά μεγάλου πόνου για τον Καρούσο, καθώς πεθαίνει η μάνα του, η κυρα-Πολυξένη, ενώ ο ίδιος υποβάλλεται σε τρεις εγχειρήσεις. Από το 1957 μέχρι το 1967 – για μια δεκαετία – παίρνει μια ανάσα. Μπαίνει στον ελληνικό κινηματογράφο: (έχουν προηγηθεί): Δεσποινίς δικηγόρος (1933), Η φωνή της καρδιάς (1943), Το κορίτσι της γειτονιάς (1954), Η ζαβολιάρα (1959), Ζάλογγο, το κάστρο της λευτερίας (1959), Σαρακατσάνισσα (1959), Ναυάγια της ζωής (1959), Ματωμένο ηλιοβασίλεμα (1959), Η λίμνη των στεναγμών (1959), Ήρθες αργά (1961), Επικίνδυνη αποστολή (1961), Αντιγόνη (1961), Οργή (1962), Φαίδρα (1962), Όταν η μοίρα κυβερνά (1962), Τερέζα (1963), Σταυραετοί (1963), Κουράστηκα να σ’ αποκτήσω (1963), Ρημαγμένο σπίτι (1964), Τα δάκρυά μου είναι καυτά (1964), Άπονη ζωή (1964), Βάνα (1965), Με ιδρώτα και δάκρυα (1965), Το λάθος (1965), Η φωνή μιας αθώας (1965), Τα δίχτυα της ντροπής (1965), Αφήστε με να ζήσω (1965), Η παραστρατημένη (1966), Δεν είμαι ατιμασμένη (1966), Άνθρωπος για όλες τις δουλειές (1966), Η Έξοδος του Μεσολογγίου (1966), Οι βοσκοί (1967), Κολωνάκι: διαγωγή μηδέν (1967).

Συνεργάζεται με μια σειρά θιάσων («Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Κατράκη», Κοτοπούλη, Κατερίνας, Βεργή, Βουγιουκλάκη και Μυράτ) και ανεβάζουν έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων με μεγάλη επιτυχία. Το 1967 παίζει δύο έργα για το ραδιόφωνο, ενώ επίσης έχει κληθεί να παίξει σε πολλές ελληνικές ταινίες. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο Καρούσος σε μεγάλη καλλιτεχνική ευεξία, γιορτάζει με το θίασο την 100η παράσταση του «Έμπορου της Βενετίας», ενός έργου που τον απασχόλησε σε όλο το διάστημα της θεατρικής του σταδιοδρομίας. Ο ρόλος του Σάυλοκ, που βρίσκει την ιδεώδη ενσάρκωσή του στο πρόσωπο του Καρούσου και σημειώνει μεγάλη επιτυχία, έμελλε να είναι και ο τελευταίος του ρόλος.

Την 21η Απριλίου το 1967 τον είχαν ήδη από το πρωί συλλάβει. Τον οδήγησαν στον ιππόδρομο του Φαλήρου και από εκεί στη Γυάρο. Εκεί με το πρόσχημα της ουρολογικής εξέτασης του προκαλούν εγκαύματα στα γεννητικά του όργανα. Με φριχτούς πόνους και σε άθλια κατάσταση μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Λήμνου και από εκεί στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος των φυλακών Αβέρωφ. Τρεις μέρες μετά τον άφησαν ελεύθερο να βρει μόνος του κλινική να θεραπευτεί. Αδύναμος και εξαντλημένος γυρνά από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, όπου μαθαίνει ότι έχει χάσει το ένα του νεφρό. Τον Οκτώβρη του 1968, με ανεπανόρθωτα κλονισμένη υγεία, φεύγει με τη γυναίκα του για το Παρίσι. Εκεί με συνεντεύξεις σε εφημερίδες καταγγέλλει τη Χούντα και όσα έζησε. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Αγγλία, όπου συνεχίζει τις καταγγελίες σε εφημερίδες και αγγλικά κανάλια. Μιλά στους Τάιμς της Αμερικής και του Λονδίνου με την Μελίνα Μερκούρη. Τον καλεί η Διεθνής Αμνηστία και υπογράφει μαρτυρία για όσα έζησε. Τον Απρίλιο του 1968 μιλά στην Στοκχόλμη, σε συνέδριο για τον Αντιδικτατορικό Αγώνα.

Στο τελευταίο του γράμμα προς την κόρη του μεταξύ άλλων γράφει: «….Νωρίς βέβαια, τελείωσαν όλα για μένα. Ίσως να ’ταν καλύτερα να χάσω τη ζωή μου παρά να μην δουλεύω. Αλλά το ότι δεν έχω να ντρέπομαι αυτό με ικανοποιεί πάρα πολύ. Την ντροπή δεν τη βαστάω. Κι ένα άλλο. Το ότι μπορώ και συγκινούμαι ακόμα σαν παιδί, με τα καθημερινά γεγονότα, αυτό επίσης μου δίνει μεγάλη χαρά….».

Στις 3 Γενάρη του 1969, ύστερα από δύο χειρουργικές επεμβάσεις, αφήνει την τελευταία του πνοή στη μονάδα τεχνητού νεφρού του νοσοκομείου «Τενόν» στο Παρίσι. Ένας αυτοεξόριστος Λευκαδίτης γιατρός, ο Βαγγέλης Κατσάνος, μετέφερε στους οικείους του τα τελευταία του λόγια: Η κόρη μου και η Ελλάδα…

Οι ελληνικές εφημερίδες δεν θα προλάβουν να αναγγείλουν την είδηση του θανάτου του, καθώς θα απαγορευτεί από την αστυνομία. Ωστόσο, αναγγέλλεται σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μαζί με το βιογραφικό και τους αγώνες του. Στην κηδεία του που έγινε στην Μονμάρτη, εκ μέρους των ηθοποιών μίλησε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και Γαλλίας, ενώ παρευρέθηκε όλος ο δημοκρατικός πολιτικός κόσμος που είχε καταφύγει ή αυτοεξοριστεί στο Παρίσι. Τον αποχαιρέτισαν με τον Εθνικό Ύμνο, αντάρτικα τραγούδια και χειροκροτήματα. Το Μάη του 1994 τα οστά του μεταφέρθηκαν στον πατρογονικό τάφο της Λευκάδας. Στο τάφο του χαράχθηκαν οι αθάνατοι στίχοι του Αισχύλου από την τραγωδία «Αγαμέμνων»:

          Να το υποφέρω δεν μπορώ, καλύτερα να πεθάνω.
          Είναι γλυκύτερος ο θάνατος από τη σκλαβιά.

 

Πηγές:

–το βιβλίο της κόρης του, Δέσπως Καρούσου, «Δεν έχει θέατρο απόψε», Αθήνα 2003, εκδόσεις ERGO

–Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»

–Πανταζής Ν. Παπαδάτος, «Ήρωες και Μάρτυρες της Λευκάδας», Αθήνα 1982 

–Θόδωρος Έξαρχος: “Έλληνες Ηθοποιοί – Αναζητώντας τις ρίζες”

 

 

Απόψεις