Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Σάμιουελ Μπέκετ: Για την καθολική ιεραρχία ήταν ένας «βλάσφημος»

O Σάμιουελ Μπέκετ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, που το έργο του συνδέθηκε με την εμφάνιση του Θεάτρου του Παραλόγου, πέθανε σαν σήμερα 22 Δεκέμβρη 1989

O Σάμιουελ Μπέκετ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, που το έργο του συνδέθηκε με την εμφάνιση του Θεάτρου του Παραλόγου, πέθανε σαν σήμερα (22/12/1989). Γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1906, και, όπως και ο Μπέρναρ Σω και ο Οσκαρ Ουάιλντ, προερχόταν από προτεσταντική ιρλανδική οικογένεια της μεσαίας τάξης.

Μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη περίοδο πρώτων σπουδών, τελείωσε το Κολέγιο του Τρίνιτι στο Δουβλίνο. Το 1927 γνώριζε ήδη Γαλλικά και Ιταλικά. Η επιτυχία τού άνοιξε τις πόρτες για να διδάξει στη Γαλλία, στην Εκόλ Νορμάλ, όπου έφθασε το 1928, εγκαινιάζοντας τη μακρόχρονη σχέση του με το Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Τζόις και γρήγορα έγινε μέλος του στενού κύκλου του μεγάλου συγγραφέα, ενώ η επίδρασή του, όπως σημειώνουν πολλοί, στάθηκε σημαντική για τον Μπέκετ .

Γρήγορα εγκατέλειψε την επιτυχημένη του καριέρα στο Τρίνιτι. Ακολούθησαν τα χρόνια της περιπλάνησης με γράψιμο ποιημάτων και διηγημάτων, περίεργες δουλειές και ταξίδια. Από το Δουβλίνο στο Λονδίνο. Από τη Γηραιά Αλβιόνα στη Γερμανία. Από το Αμβούργο και το Βερολίνο στο Παρίσι. Και παράλληλα, οι περιπλανήσεις στη γλώσσα – από τα αγγλικά στα γαλλικά, περνώντας και από τα γερμανικά. O Μπέκετ γίνεται στην ουσία συγγραφέας μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ιρλανδία υπήρξε ανέκαθεν πρότυπο και μέτρο για το έργο του Μπέκετ . Οι θρήνοι του, οι ρυθμοί του, οι ύβρεις και οι κατάρες του μοιάζουν απόλυτα ιρλανδικές. Εκείνο που θεωρούσε εχθρικό στη γενέτειρά του ήταν η αδιαλλαξία και στενομυαλιά της καθολικής ιεραρχίας. Σε αντίποινα, εκείνοι τον καταδίκασαν ως «βλάσφημο».

Ο Μπέκετ έχοντας ενεργό δράση και μάλιστα στο χώρο της Αριστεράς, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πήγε στο Παρίσι και μετά την ήττα του γαλλικού στρατού πέρασε στην Αντίσταση, διαφεύγοντας κάποια στιγμή τη σύλληψη, οπότε και κατέφυγε στην ελεύθερη ζώνη με την Ισπανία, όπου δούλευε στα χωράφια.

Οταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Μπέκετ βρισκόταν σε δημιουργική άνθηση αλλά σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ενώ αυτός ήταν βυθισμένος στο λαβύρινθο της έμπνευσής του, η Σουζάν, η σύντροφός του, έραβε και μπάλωνε ρούχα και παρέδιδε μαθήματα πιάνου, για να μπορέσουν να ζήσουν. Κι όταν η τριλογία τελείωσε, εκείνη ήταν που έτρεχε στους εκδότες, βρίσκοντας συνήθως τις πόρτες κλειστές, ενώ ο Μπέκετ καθόταν και περίμενε στο καφενείο. Η διέξοδος βρέθηκε στο πρόσωπο του νεαρού Ζερόμ Λίντον, που εργαζόταν στον εκδοτικό οίκο «Vercors» και που περιγράφει πώς διάβασε τον «Μολόυ» στο μετρό και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του.

Το συγγραφικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, ένα έργο ιδιαίτερα πλούσιο που υπηρετεί την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης, αποτελείται από ποιήματα, πεζά (διηγήματα και μυθιστορήματα) και θεατρικά έργα, τα σημαντικότερα από τα οποία γράφτηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μεταξύ αυτών τα θεατρικά «Ελευθερία», «Περιμένοντας τον Γκοντό» και «Το τέλος του Παιχνιδιού» και τα μυθιστορήματα «Μολόυ», «Ο Μαλόουν πεθαίνει», ο «Ακατονόμαστος» και το «Πώς είναι» που γράφτηκαν στα γαλλικά. Οι Ευτυχισμένες Μέρες, γράφτηκαν στα αγγλικά το 1961. Το μετέφρασε στα γαλλικά το 1962. Ο γαλλικός του τίτλος ήταν Oh les beaux jours (Ω, οι ωραίες μέρες), από ένα ποίημα του Πωλ Βερλαίν. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961 στο Cherry Lane Theater της Νέας Υόρκης, όπου το έργο συνεχίστηκε επί εκατό παραστάσεις.

Ιδιαίτερα τα θεατρικά του, που από τη δεκαετία του ’50 συνδέθηκαν με το Θέατρο του Παραλόγου, έδωσαν στον Μπέκετ παγκόσμια φήμη κι ένα Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1969.

Η ομορφιά των κειμένων του βασίζεται στο ότι αντιμετωπίζει με το πιο λιτό, ακραίο χιούμορ τα σοβαρότερα πράγματα και με την πλέον αριστοκρατική σοβαρότητα τις πιο αστείες καταστάσεις. Το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι μαζί με το «Τέλος του Παιχνιδιού» τα αριστουργήματα του. Το όνομα του τίτλου ο «Γκοντό» καθιερώθηκε – και σε μερικά λεξικά – ως σύμβολο του αιωνίως απόντος αλλά και αιωνίως αναμενόμενου προσώπου. Μια μεταφορά της απελπισμένης, μάταιης αναμονής ή αναβλητικότητας.

 

Απόψεις