Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Αλέκα Παΐζη: Με τους αγώνες, τη ζωή και την τέχνη της, εποίησε ήθος

Μια ξεχωριστή γυναικεία μορφή, μια κομμουνίστρια, η οποία, με τους αγώνες, τη ζωή και την τέχνη της εποίησε Ηθος, η Αλέκα Παΐζη που έφυγε από τη ζωή στις 4 Φλεβάρη του 2009, μας έμαθε την τρυφερότητα του ατσαλιού. Μας έδειξε πόσο εκκωφαντικά μπορεί να ψιθυρίσει η αλήθεια. Μας απέδειξε ότι η πιο επαναστατική στάση μπορεί να έχει το άρωμα της ευγένειας και τη χάρη της πιο εύθραυστης πορσελάνης

Μια ξεχωριστή γυναικεία μορφή, μια κομμουνίστρια, η οποία, με τους αγώνες, τη ζωή και την τέχνη της εποίησε Ηθος, η Αλέκα Παΐζη που έφυγε από τη ζωή στις 4 Φλεβάρη του 2009, μας έμαθε την τρυφερότητα του ατσαλιού. Μας έδειξε πόσο εκκωφαντικά μπορεί να ψιθυρίσει η αλήθεια. Μας απέδειξε ότι η πιο επαναστατική στάση μπορεί να έχει το άρωμα της ευγένειας και τη χάρη της πιο εύθραυστης πορσελάνης. Η κοινωνία που ονειρευόμαστε θα έχει κάτι από την εικόνα της αστείρευτης νιότης της. Η Αλέκα Παΐζη κράτησε μέσα της πάντα τη δίψα της δημιουργίας, με γνώση και πίστη στον απελευθερωτικό ρόλο της τέχνης, του πολιτισμού, στο πλαίσιο μιας ηθικής που ενδιαφέρεται για το κοινό καλό, αλλά και για την εξύψωση και ολοκλήρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Η Αλέκα Παΐζη γεννήθηκε στην Κρήτη. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος, ήταν δάσκαλος, αλλά και καπνέμπορος. Της αγόρασε το πιάνο και ευφραινόταν να παίζει, μέχρι το τέλος της. Από παιδάκι, βλέποντας τους περιοδεύοντες στην Κρήτη θιάσους, κόλλησε το θεατρικό «μικρόβιο». Πλουσιόπαιδο εκείνη, «σημαδεύτηκε» μια μέρα που ένα φτωχό παιδάκι χτύπησε την πόρτα τους ζητώντας φαΐ. Του έδωσε κάτι και δακρυσμένη ρώτησε τη μάνα της, «γιατί αυτό παιδάκι δεν έχει να φάει; Αυτό το ερώτημα με μάρκαρε και το κρατώ σε όλη μου τη ζωή», έλεγε. Ο πατέρας χρεοκόπησε. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό των μεγάλων καπνοβιομηχάνων.

Μετά το Γυμνάσιο η Αλέκα Παΐζη, μόνη και οικονομικά «στον άσο» – όπως για πάρα πολλά χρόνια στη ζωή της – έρχεται στην Αθήνα. Εισάγεται στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Παντρεύεται έναν τραπεζικό υπάλληλο. Αγοράζουν ένα σπίτι στις Τζιτζιφιές, κοντά στην Αγία Ελεούσα. Κατοχή. Αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ η Αλέκα Παΐζη εντάσσεται σε αυτό, όπως και στο ΚΚΕ. Το ανασυγκροτημένο ΚΚΕ αποφασίζει να επανακυκλοφορήσει τον «Ριζοσπάστη».

Σε μια εκδρομή κομμουνιστών και ΕΑΜιτών, η Αλέκα Παΐζη γνωρίζει τον κομμουνιστή δημοσιογράφο Κώστα Καραγιώργη, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα της ζητά – κρυφά από τον άντρα της – να διαθέσει το σπίτι της για την έκδοση του πρώτου παράνομου φύλλου του «Ριζοσπάστη». Εκείνη δέχεται. «Φέρνει ο Καραγιώργης στο σπίτι μου μια μηχανή, χαρτί, στοιχεία και έναν τυπογράφο» – θυμόταν σε συνέντευξή της στον «Ρ». «Ηταν Αρμένης. Αρχισε να τυπώνει ο Αρμένης, αλλά όλα έβγαιναν μουντζούρα. Γέμιζα το μπουγαδοκόφινο με τα μουντζουρωμένα χαρτιά και τα ’καιγα στο τζάκι. Δεν γινόταν τίποτα κι οι μέρες περνούσαν. Ο Καραγιώργης φέρνει άλλη μηχανή, με κύλινδρο. Εμένα το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να δω καθαρά τυπωμένο τον “Ριζοσπάστη”. Ο Αρμένης μια μέρα με ρώτησε: “Μαντάμ, αν χτυπήσει το πόρτα τι τα πείτε;”». Ο παράνομος «Ριζοσπάστης» τυπώθηκε. Ο Καραγιώργης πήρε τα αντίτυπα και τη μηχανή. Αφησε τυπογραφικά στοιχεία και άλλα υλικά, που τοποθετημένα σε βαρέλι θάφτηκαν στον κήπο. Με μια καταρρακτώδη βροχή τα θαμμένα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Αρον άρον το σπίτι εγκαταλείφθηκε και πουλήθηκε «για λίγα τρόφιμα και το πρώτο ενοίκιο ενός σπιτιού στην οδό Φυλής».

Σαν αριστούχος απόφοιτος της σχολής, το 1942 προσλαμβάνεται από το Εθνικό Θέατρο και πρωτοεμφανίζεται στην κωμωδία του Γκολντόνι «Βεντάλια». Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, δυο μέρες πριν την πρεμιέρα της στο έργο «Μίνα φον Μπάρχελμ», λόγω της ΕΑΜικής δράσης της μέσα στο Εθνικό Θέατρο, συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και κρατείται στη Μέρλιν, από όπου σύντομα απελευθερώνεται. Η ΕΑΜική της δράση συνεχίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου παραμένει μέχρι το 1944, παίζοντας στα έργα «Μήδεια», «Λουίζα Μύλλερ», «Η γυναίκα στοιχειό» κ.ά. Μετά την απελευθέρωση συμμετέχει στο ΕΑΜικό «Θέατρο του Λαού», στον επίσης ΕΑΜικό θίασο «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Τον Αύγουστο του 1949 η Αλέκα Παΐζη συλλαμβάνεται, κρατείται 45 μέρες στη Γενική Ασφάλεια. Η Ασφάλεια ζητά από τη σύζυγο του μεγαλοαξιωματικού της Χωροφυλακής Γ. Ντάκου, γειτόνων της Παΐζη, να την πείσει για δήλωση. Μάταιη η προσπάθεια της Ντάκου στην Ασφάλεια. Επειτα της πρότειναν, τουλάχιστον, να αρθρογραφήσει σε εφημερίδα. «Δεν δημοσιογραφώ. Δεν έχω αυτή την κλίση», απάντησε τελεσίδικα.

«Είχα πεισμώσει» έλεγε. «Ελεγα μέσα μου, αυτοί θα λένε να κάνω δήλωση, εγώ θα λέω δεν κάνω. Η αξιοπρέπεια δεν σ’ αφήνει να υποκύψεις. Αυτοί ήταν χυδαίοι κι εγώ θυμωμένη». Ετσι, μαζί μ’ άλλες αγωνίστριες, εξορίζεται στο Τρίκκερι. Εκεί, σε σκηνές βρίσκονται 5.000 γυναίκες. Σύντομα, «αρχίζουν τα καψώνια. Μας παίρνουν τα ράντζα. Επιβάλλουν να κοιμόμαστε στο χώμα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το Μακρονήσι. Επεσε πολύ …σπήλαιο στους πνεύμονες των γυναικών μ’ αυτό το καψώνι. Από τις 5.000 γυναίκες, μείναμε για το Μακρονήσι 1.200 περίπου. Κι απ’ αυτές στο Τρίκκερι ξαναγυρίσαμε κάπου 500. Τσακίστηκε ο κόσμος (…) Στο κολαστήρι της Μακρονήσου πήγαμε με ένα καράβι που μετέφερε ζώα. “Παλιοκουμμούνες θα πεθάνετε”, μας λέγανε. Καψώνι, λιγοστό νερό, αρμυρές σαρδέλες για φαΐ, βούρδουλας, κόλαση».

Μαρτυρικά βιώματα, βασανιστήρια του κορμιού και της ψυχής, συγκρατουμένων της και της ίδιας. Η Παΐζη στο Τρίκκερι περιλαμβανόταν μεταξύ των «100 πιο επικίνδυνων γυναικών», οι οποίες όταν μεταφέρθηκαν στο Μακρονήσι μπήκαν στο «σύρμα». Οπως η ίδια μας τα είχε διηγηθεί, στο κολαστήρι της Μακρονήσου, μια μέρα ένας αρχιδεσμοφύλακας κραυγάζει: «Δεν μπορούν η Παΐζη, η Καραγιώργη, η Σιάντου, η Μαρκεζίνη να παρασύρουν τόσες άλλες γυναίκες». Με διαταγή του, οι αλφαμίτες βγάζουν από το σύρμα αυτές τις τέσσερις γυναίκες και χτυπώντας τες με βούρδουλα τις αναγκάζουν να τρέχουν. Ακολουθεί βασανισμός των τεσσάρων γυναικών, αλλά και πολλών άλλων μέσα σε σκηνές. «Ενα μερόνυχτο κράτησε το μεγάλο χτύπημα των γυναικών. Παντού ακούγονταν ουρλιαχτά. Πολλές οι σακατεμένες. Πολλές βρέθηκαν στο νοσοκομείο». Την χτυπημένη Παΐζη τη σέρναν και από τη σκηνή στο διοικητήριο, όπου της ζητούσαν μια άλλη μορφή «μετανοίας». ‘Η να παίξει, ή να σκηνοθετήσει, ή να υπογράψει τάχα ως σκηνοθέτρια μια παράσταση, με την οποία το καθεστώς ήθελε να εμφανίσει το κολαστήριο ως «τόπο πολιτισμού και ψυχαγωγίας». Το επίμονο «Οχι» της Παΐζη και στο διοικητήριο συνεπαγόταν κι άλλα βασανιστήρια. Αυτό το μαζικό χτύπημα των γυναικών «ξεσήκωσε διεθνή θόρυβο. Ηρθαν ξένοι δημοσιογράφοι. Οι διοικούντες αναγκάστηκαν να κάνουν ψευτοαλλαγές». Λίγο αργότερα, οι αμετανόητες, όπως η Παΐζη, μεταφέρθηκαν πάλι στο Τρίκκερι.

Το καθεστώς, λόγω του ελληνικού και διεθνούς αγώνα για απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, σταδιακά αρχίζει να δίνει άδειες στους εξορίστους. Ετσι, Δεκέμβρη του 1951, ως «αδειούχος εξόριστη», με δεκαπενθήμερη άδεια η Α. Παΐζη φθάνει στην Αθήνα. Επί δεκαπέντε χρόνια, ως «αδειούχος εξόριστος», υποχρεωμένη να δίνει την παρουσία της στην Ασφάλεια, στερημένη τα πολιτικά της δικαιώματα, χωρίς διαβατήριο (απέκτησε διαβατήριο το 1966), βιώνει έναν άλλο «Γολγοθά». Της επιβίωσης. Ελάχιστοι θίασοι τολμούν να την προσλάβουν. Πάλι καλά που μπόρεσε να κάνει θίασο ο – από παλιά σύντροφός της – Μακρονησιώτης Μάνος Κατράκης και να συνεργάζεται μαζί της.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης συνεργάζεται με την Αλέκα Παΐζη για την παρουσίαση του μελοποιημένου «Επιταφίου» του Ρίτσου, στην Αθήνα και στην επαρχία. Η Α. Παΐζη επρόκειτο μόνο να απαγγείλει αποσπάσματα, τελικώς ήταν η πρώτη που τραγούδησε και τραγούδια. Η μουσική αυτή παράσταση έγινε στόχος βίαιων επιθέσεων από την Αστυνομία, τη Χωροφυλακή και παρακρατικούς, ιδίως στην επαρχία.

Το 1961 ο Σωκράτης Καραντηνός, πρωτεργάτης και διευθυντής του νεοσύστατου Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, παρανομώντας ουσιαστικά, τολμά να την προσλάβει χωρίς την απαραίτητη, τότε, βεβαίωση «κοινωνικών φρονημάτων» και το 1963 την επαναπροσλαμβάνει, πάλι παραβαίνοντας το σχετικό νόμο. Εκεί, στο νεοσύστατο ΚΘΒΕ ξανάλαμψε το μεγάλο ταλέντο της. Πρωταγωνίστρια του ΚΘΒΕ τη βρίσκει η 21η Απριλίου. Νύχτα της 21ης Απριλίου, λόγω και απειλών κατά του διευθυντή αν επέτρεπε την παραμονή της στο ΚΘΒΕ, η Αλέκα Παΐζη φυγαδεύεται από τη Θεσσαλονίκη και σύντομα για το Λονδίνο και μετά στην Ιταλία, αναπτύσσοντας αντιδικτατορική δράση και υπομένοντας τα τεράστια προβλήματα επιβίωσής της.

Με τη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και στο θέατρο. Η πρώτη επανεμφάνιση στο θέατρο έγινε με το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, στο έργο «Κάπταιν Σελλ, κάπταιν Εσσο». Με τον ίδιο θίασο επρόκειτο να ερμηνεύσει την – εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Γκόρκι – «Μάνα» του Μπρεχτ, συμφωνία που ναυάγησε.

Ακολούθησαν συνεργασίες της με πολλούς θιάσους. Πρωταγωνιστικοί ρόλοι και πραγματικά πολύ σπουδαίες ερμηνείες της, σε κλασικά και σύγχρονα, ξένα και ελληνικά έργα. Η τελευταία θεατρική εμφάνιση έγινε πέρσι το καλοκαίρι με το έργο του Χόρβατ «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, από το Εθνικό Θέατρο, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να ερμηνεύσει τον ποιητικό μονόλογο του Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος», που της είχε προταθεί επίσης από το Εθνικό.

Πηγή Ριζοσπάστης

 

 

Απόψεις