Είχε το «προνόμιο» να βλέπει ένα μικρό «κομμάτι ουρανού». Όλη τη μέρα περίμενε την ώρα της ξεκούρασης στο μπαλκόνι της. Λάτρευε αυτές τις στιγμές. Έμοιαζαν με όαση, μετά τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς για ένα πενιχρό μισθό, το τρέξιμο για τις υποχρεώσεις της οικογένειας, το άγχος για την επόμενη μέρα.
Τα λίγα λεπτά παρέα μ’ αυτό το «κομμάτι ουρανού» έπαιζαν ρόλο γιατρικού, βάλσαμου, για κάθε της πρόβλημα. Τούτη την αυγουστιάτικη νύχτα ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και της χάριζε μια υπέροχη ψευδαίσθηση: Εάν άπλωνε το χέρι της μπορούσε να πιάσει το πιο φωτεινό αστέρι της νύχτας…
Ηταν τόσο μακριά απ’ τη ζωή της, τόσο μακριά απ’ τη ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων. Όπου υπήρχε μια νύξη στα δικά της προβλήματα, αυτά παρουσιάζονταν λίγο… περίεργα. Λες και αφορούσαν μια μειοψηφία, κάποιους καημένους που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα.
Παρόλο που τα θεατρικά του έργα παίζονται μέχρι σήμερα, παρόλο που τα ποιήματα και τα θεωρητικά του κείμενα διαβάζονται από τους νεότερους, δε χωράει στις εικόνες των καναλιών τους ή στις σελίδες των εντύπων τους. Κι όταν του εξασφαλίσουν μια «γωνιά», τότε «ξεχνούν» ότι ο Μπρεχτ ήταν κομμουνιστής.
«Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι συνήθως καιροί όπου γίνεται λόγος για μεγάλα και υψηλά πράγματα. Χρειάζεται θάρρος για να μιλήσει κανείς σε τέτοιους καιρούς για πράγματα τόσο ταπεινά και ασήμαντα όπως το φαγητό και η στέγαση των εργαζομένων, για να φωνάξει ανάμεσα σε δυνατή οχλοβοή πως το σπουδαιότερο είναι η αυτοθυσία»…