Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο ρατσισμός κι ο σεξισμός δεν αντιμετωπίζονται με πρακτικές «λεκτικής υγιεινής»

Οι από καθέδρας «διορθωτικές» υποδείξεις με σκοπό την ωμή παρέμβαση και την άσκηση ελέγχου στον τρόπο χρήσης ή εξέλιξης της γλώσσας είναι γνωστές στο δυτικό κόσμο εδώ και δύο χιλιετίες -- του Δημήτρη Καλαμπούκα

 Ο Κοινωνιογλωσσολόγος & Ιστορικός γλωσσολόγος, Δημήτρης Καλαμπούκας, μας έστειλε το παρακάτω άρθρο το οποίο αναφέρεται σε σύγχρονα γλωσσικά ζητήματα:

 

του Δημήτρη Καλαμπούκα

Οι από καθέδρας «διορθωτικές» υποδείξεις με σκοπό την ωμή παρέμβαση και την άσκηση ελέγχου στον τρόπο χρήσης ή εξέλιξης της γλώσσας είναι γνωστές στο δυτικό κόσμο εδώ και δύο χιλιετίες, ήδη από την ελληνιστική περίοδο με την εμφάνιση του κινήματος του αττικισμού και την πρόκληση φαινομένων μακροχρόνιας «κοινωνικής διγλωσσίας» (diglossia), όπως αυτό που γνωρίσαμε στην Ελλάδα ως «γλωσσικό ζήτημα». Ο όρος «λεκτική υγιεινή» (verbal hygiene), ο οποίος εισάχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 από τη βρετανίδα κοινωνιογλωσσολόγο Deborah Cameron, αναφέρεται στην παρόρμηση για ανάμιξη στον τρόπο ομιλίας των άλλων, δηλαδή την προσπάθεια «βελτίωσης» ή «διόρθωσης» της γλωσσικής χρήσης και ανάσχεσης της γλωσσικής αλλαγής. Οι στρατηγικές αυτές είναι επίσης γνωστές ως «γλωσσική ρύθμιση» (prescriptivism) ή «καθαρολογία» (language purism). Όσοι ομιλητές αδυνατούν ή αρνούνται συνειδητά να συμμορφωθούν στις επιταγές των ρυθμιστών της γλώσσας γίνονται στόχος των λεγόμενων «αλιέων μαργαριταριών», στιγματίζονται, λοιδορούνται, χλευάζονται, απαξιώνονται και στολίζονται με βαρείς, προκατειλημμένους και εντέλει άδικους κι αυθαίρετους χαρακτηρισμούς.

Ενώ οι συγκεκριμένες πρακτικές παραδοσιακά έφεραν συνήθως συντηρητικό, αντιδραστικό και οπισθοδρομικό πρόσημο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση για επιβολή «προοδευτικών» ρυθμίσεων στη γλωσσική πραγματικότητα, οι οποίες χαρακτηρίζονται επιδοκιμαστικά ή ουδέτερα ως «πολιτική ορθότητα» (political correctness) και υποτιμητικά ως «κορεκτίλα». Για παράδειγμα, σε πρόσφατο διαφημιστικό σποτ της Τράπεζας Πειραιώς ακούγεται μια γυναικεία φωνή να λέει μεταξύ άλλων τα εξής:

 

“Άραγε με τόσα «ο» υπάρχει χώρος για ένα «η»; Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι η αλήθεια του κόσμου μας. Τα αρσενικά άρθρα που αναπαράγονται στο λόγο αντικατοπτρίζουν την άνιση εκπροσώπηση των γυναικών σε θέσεις ευθύνης. Στην Τράπεζα Πειραιώς σχεδιάσαμε το πρόγραμμα EQUALL και δεσμευόμαστε ότι θα συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας ισότιμων ανθρώπων.”

Εντωμεταξύ, σε άρθρο του in.gr με τίτλο “Ισότητα φύλων: Επιτροπή θα καταγράψει τις παθογένειες της γλώσσας” είχαμε προ διετίας διαβάσει έκπληκτοι τα παρακάτω:

“Όταν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες, αποκαλούνται χάριν συντομίας με τον όρο «φοιτητές» και οι καθηγητές κι οι καθηγήτριες γίνονται… «καθηγητές», τότε παρατηρούμε ότι η γλώσσα παράγει διακρίσεις και βάζει σε προτεραιότητα το αρσενικό γένος σε βάρος του θηλυκού.

Η νεοσύστατη Επιτροπή Ισότητας των Φύλων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, έχει ως σκοπό να καταγράψει αυτές τις παθογένειες, να καθιερώσει έναν γλωσσικό κώδικα στην έρευνα και στη διδασκαλία, ο οποίος να μην είναι σεξιστικός και ταυτόχρονα να ευαισθητοποιήσει την πανεπιστημιακή κοινότητα στα ζητήματα σεξισμού στη γλώσσα της γραφειοκρατίας, στη γλώσσα της διοίκησης, της έρευνας, αλλά και στη γλώσσα της καθημερινότητας εντός κι εκτός ακαδημαϊκού ιδρύματος.

[…]

«Στον επίσημο λόγο χρησιμοποιείται καταχρηστικά το αρσενικό γένος σε σχέση με το θηλυκό κι αυτό θα πρέπει να διορθωθεί γιατί η γλώσσα δεν είναι αθώα, παράγει εννοιολογήσεις κυριαρχίας, οι οποίες διαιωνίζονται με άλλους τρόπους», δηλώνει στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM» η πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ΕΙΦ-ΠΑΜΑΚ), καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Φωτεινή Τσιμπιρίδου. Οι διακρίσεις αυτές, σύμφωνα με την πρόεδρο της επιτροπής, καθιερώνονται τόσο στο γραπτό λόγο, όσο και στο λόγο της απεύθυνσης και αναφοράς μέσα στα όργανα που συνεδριάζουν και διοικούν το ίδρυμα.

[…]

Η ίδρυση επιτροπών ισότητας των φύλων στα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι υποχρεωτική από το νόμο, ενώ, σύμφωνα με την κα Τσιμπιρίδου, σε λίγο καιρό τα ιδρύματα τα οποία δεν θα έχουν συστήσει αντίστοιχες επιτροπές και δεν θα έχουν παραγάγει έργο γύρω από ζητήματα έμφυλης ισότητας και κατανόησης του φύλου και προώθησης των έμφυλων σπουδών, δεν θα μπορούν να συμμετέχουν σε ευρωπαϊκά προγράμματα, συνέργειες κτλ.”

Ωστόσο, το πλέον ανησυχητικό –κατά τη γνώμη μου– είναι ότι τέτοιου είδους αντιλήψεις βρίσκουν υποστηρικτές και στον τελευταίο χώρο που θα περίμενε κανείς να συμβεί κάτι τέτοιο: στην ίδια τη γλωσσολογία. Οι Μαρίκα Λεκάκου και Νίνα Τοπιντζή, επιμελήτριες του συλλογικού τόμου “Εισαγωγή στη Γλωσσολογία. Θεμελιώδεις έννοιες και βασικοί κλάδοι με έμφαση στην ελληνική γλώσσα” (Αθήνα 2022, εκδόσεις Gutenberg), γράφουν στο εισαγωγικό σημείωμα (σσ. 18-19) τα ακόλουθα:

 

“Ένα θέμα που μας απασχόλησε κατά τη σύνταξη και την επιμέλεια του τόμου ήταν η χρήση, κατά το δυνατόν, συμπεριληπτικού, μη έμφυλου λόγου […]. Παρόλο που η Ελληνική, λόγω της ύπαρξης γραμματικού γένους και αντίστοιχων μορφολογικών καταλήξεων (σε ουσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.ο.κ.), θεωρητικά επιδεικνύει συμμετρία ως προς το θηλυκό – αρσενικό, αποδεικνύεται ότι στην πράξη το αρσενικό γένος κυριαρχεί. Αυτό οφείλεται στη γενικευτική χρήση που το αρσενικό γένος θεωρείται ότι επιτελεί. Με αυτό εννοούμε ότι όταν λέμε οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι, οι Έλληνες κ.λπ. δεν αναφερόμαστε υποχρεωτικά σε μέλη του αρσενικού βιολογικού φύλου, αλλά σε όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως φύλου. Η γενικευτική χρήση του αρσενικού ωστόσο είναι συχνά πλασματική, καθώς η αναφορά μπορεί στην πραγματικότητα να περιορίζεται μόνο σε άντρες […]. Ταυτόχρονα, δεν είναι ούτε κοινωνικά «αθώα», αφού «στηρίζεται στην ιδεολογία του άντρα ως καθολικής κατηγορίας/νόρμας και της γυναίκας ως απόκλισης και υποδεέστερου “άλλου”» […]. Συνολικά, λοιπόν, ο γλωσσικός εξοβελισμός των γυναικών, όπως τον χαρακτηρίζει η Παυλίδου, συνεπάγεται και τον συμβολικό τους αποκλεισμό από όλα τα πεδία και τις δραστηριότητες της κοινωνίας που χαίρουν κάποιας αναγνώρισης ή αξίας […].

Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την εύστοχη παρατήρηση της Παυλίδου και με την αυξανόμενη αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας σε ζητήματα σεξισμού, έμφυλης βίας και στερεοτύπων που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα, η χρήση μη έμφυλου λόγου καθίσταται πιο επίκαιρη από ποτέ, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στα περισσότερα κεφάλαια του τόμου. Στο βιβλίο αυτό θα βρείτε διάφορες στρατηγικές προς αυτή την κατεύθυνση, πολλές από τις οποίες και εμείς οι ίδιες σκόπιμα ήδη χρησιμοποιήσαμε κατά τη σύνταξη αυτού του σημειώματος […]. Έτσι, θα συναντήσετε τη συμπερίληψη και των δύο γενών (π.χ. φοιτητές και φοιτήτριες ή φοιτητές/τριες), άλλοτε με πρόταξη του θηλυκού, όπως γίνεται ρητά στο κεφάλαιο της Ανάλυσης Λόγου, και άλλοτε με πρόταξη του αρσενικού γένους. Αλλού θα δείτε εναλλάξ και ισοδύναμη αναφορά μόνο στο ένα ή το άλλο γένος· για παράδειγμα, στο κεφάλαιο της Υπολογιστικής Γλωσσολογίας, κάποιες φορές γίνεται λόγος για χρήστη και άλλες για χρήστρια, σε διαφορετικά σημεία του κειμένου. Αλλού, πάλι, οι στρατηγικές αυτές συνδυάζονται. Τέλος, στο καταληκτικό κεφάλαιο του τόμου, οι συγγραφείς επιλέγουν μια λιγότερο διαδεδομένη στρατηγική: αυτή της χρήσης μόνο ενός άφυλου τύπου και του συμβόλου @ στη θέση των φθόγγων της κατάληξης που διαφοροποιούν ως προς το γένος· για παράδειγμα, ο τύπος φοιτητ@ς αναφέρεται τόσο στις φοιτήτριες όσο και στους φοιτητές […].” (έχω παραλείψει μόνο βιβλιογραφικές παραπομπές)

Όσον αφορά τον καθαρά περιγραφικό χαρακτήρα και ρόλο της γλωσσολογίας, δε θα πω τίποτα περισσότερο· ταυτίζομαι απόλυτα με όσα οι ίδιες παραδέχονται λίγο παραπάνω (σσ. 13-14):

“Το τελευταίο που θέλουμε να αναφέρουμε στο πλαίσιο αυτής της εισαγωγικής συζήτησης αφορά τη διάκριση ανάμεσα σε περιγραφή και ρύθμιση. Στόχος των γλωσσολόγων ως επιστημόνων είναι να κατανοήσουν, να περιγράψουν και, στον βαθμό που είναι δυνατό, να ερμηνεύσουν το αντικείμενο μελέτης τους (να εξηγήσουν, δηλαδή, γιατί τα πράγματα είναι όπως τα παρατηρούμε και όχι αλλιώτικα). Σε αυτό δεν διαφέρουν από άλλους επιστήμονες, για τους οποίους η οποιαδήποτε παρέμβαση σε σχέση με το αντικείμενο μελέτης τους θα θεωρούνταν αντιεπιστημονική ή αντιδεοντολογική. Οι γλωσσολόγοι βρίσκονται στην επίμαχη θέση του να μελετούν κάτι για το οποίο, όπως είπαμε στην αρχή της συζήτησης, έχουμε όλοι άποψη. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η Γλωσσολογία είναι η επιστήμη της γλώσσας, ο ρόλος της δεν είναι να ρυθμίσει, να προσπαθήσει δηλαδή να επιβάλει μια άλλη πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, οι γλωσσολόγοι επιθυμούν να κατανοήσουν τα γλωσσικά πράγματα, όχι να παρέμβουν προκειμένου να αλλάξουν τα γλωσσικά πράγματα. Με απλά λόγια, αν ποτέ συναντήσετε γλωσσολόγο, το καλύτερο που έχετε να κάνετε, όσον αφορά αυτήν/αυτόν, είναι να μην «προσέχετε πώς μιλάτε», αλλά αντιθέτως να (προσπαθήσετε να) μη μεταβάλετε καθόλου το πώς θα μιλήσετε.”

Επομένως, οι γλωσσολόγοι είναι αντεπιστημονικό και αντιδεοντολογικό να παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στο αντικείμενο της μελέτης τους, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε αντικειμενικά κριτήρια ούτε ουσιαστική σκοπιμότητα ούτε καν το δικαίωμα για να επιβληθούν τέτοιου είδους καταναγκασμοί στους ομιλητές μιας γλώσσας, οπότε αποδοκιμάζονται έμμεσα και υπόρρητα (για προφανείς λόγους συντεχνιακής σκοπιμότητας) ελληνοκεντρικές, αρχαιολατρικές και ελιτίστικες διορθωτικές συνταγές όπως αυτές του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να ρυθμίζουν τη γλώσσα για καλό, «προοδευτικό» σκοπό: για να καταπολεμηθεί ο σεξισμός, η έμφυλη βία και ανισότητα. Με ποιον τρόπο; Μέσω της «χρήσης συμπεριληπτικού, μη έμφυλου λόγου» ή «άφυλων τύπων».

Σε αντίθεση με γλώσσες όπως η αγγλική, όπου παρατηρούνται σποραδικές δηλώσεις φυσικού γένους σε ορισμένα λεξιλογικά στοιχεία και σε ελάχιστους αντωνυμικούς τύπους τρίτου ενικού προσώπου, η ελληνική έχει την «ατυχία» να ανήκει στις γλώσσες που διαθέτουν συστηματικό γραμματικό γένος. Πρόκειται για μια μορφολογική κατηγορία των ονοματικών τύπων, οι οποίοι διακρίνονται σε «αρσενικούς», «θηλυκούς» και «ουδέτερους» (δηλαδή «ούτε αρσενικούς ούτε θηλυκούς»). Η σχέση ανάμεσα στο βιολογικό φύλο των ανθρώπων ή των ζώων και στο γραμματικό γένος των γλωσσικών τύπων που αναφέρονται σε έμβια όντα δεν είναι αιτιώδης και αμφιμονοσήμαντη, αλλά εν πολλοίς συμβατική (σύγκρινε π.χ. τύπους όπως κορίτσαρος, αγορίνα ή παιδί με το βιολογικό φύλο του αντικειμένου αναφοράς τους). Τα προβλήματα, η αμηχανία και οι πρακτικές δυσκολίες ξεκινούν όταν θέλουμε να αναφερθούμε σ’ ένα μικτό σύνολο αποτελούμενο από άτομα και των δύο βιολογικών φύλων, εφόσον στην ελληνική γλώσσα δεν έχει γραμματικοποιηθεί μέχρι στιγμής «επίκοινο» γένος, δηλαδή δεν έχουμε στη διάθεσή μας «επιθήματα» (καταλήξεις) με την προσθήκη των οποίων να δηλώνεται η γραμματική σημασία «άντρες και γυναίκες ή αρσενικά και θηλυκά μαζί», οπότε έχουν αναπτυχθεί στο πέρασμα των αιώνων κάποιοι συμβατικοί γραμματικοί κανόνες προκειμένου να αντιμετωπιστούν έστω με κάπως ατελή και μεσοβέζικο τρόπο τα παραπάνω ζητήματα. Συγκεκριμένα, το αρσενικό γραμματικό γένος είναι κατά κανόνα «ασημάδευτο» (unmarked) ως προς το βιολογικό φύλο, καλείται δηλαδή να καλύψει το κενό του γραμματικού συστήματος και να παίξει το ρόλο του επίκοινου τύπου, χωρίς όμως να είναι εγγενώς τέτοιος. Για παράδειγμα, το εκφώνημα: για τους περισσότερους φυσικούς ομιλητές της ελληνικής, αν δεν υπάρχει κάποιος σχετικός περιορισμός με βάση τα γλωσσικά ή τα καταστασιακά συμφραζόμενα, αναφέρεται τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες, ενώ τα εκφωνήματα: για τις περισσότερες φυσικές ομιλήτριες της ελληνικής και για τους περισσότερους άντρες φυσικούς ομιλητές της ελληνικήςσυνιστούν «σημαδεμένες» (marked) ως προς το βιολογικό φύλο χρήσεις, αναφερόμενες αποκλειστικά σε γυναίκες και άντρες αντίστοιχα. Αντίθετα, τύποι όπως καθαρίστρια και γάτα αποτελούν τον ασημάδευτο πόλο της αντίθεσης, με τους τύπους καθαριστής και γάτος να δηλώνουν αποκλειστικά άντρες και αρσενικές γάτες αντίστοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ γίνεται συχνά λόγος για σχολικές καθαρίστριες, τη στιγμή που είναι γνωστό πως υπάρχουν και άντρες σχολικοί καθαριστές, ενώ εκφράσεις όπως: στην αυλή μου έχω μόνο γάτους ή δεν έχει αφήσει θηλυκιά γάτα καταδεικνύουν ότι σκέτος ο τύπος γάτα υποδηλώνει άγνοια ή αδιαφορία ως προς το βιολογικό φύλο.

Είναι οι παραπάνω γλωσσικές πρακτικές απότοκο της από χιλιετίες εδραιωμένης πατριαρχίας; Αρκετά πιθανό, αλλά όχι σε απόλυτο βαθμό. Θα ήταν βέβαια πολύ πιθανότερο, αν υπήρχαν διαθέσιμες γραμματικές εναλλακτικές που να έλυναν το ζήτημα, αλλά κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε ποτέ μέχρι σήμερα (είναι προφανές ότι μια ενδεχόμενη γενικευμένη ασημάδευτη χρήση του θηλυκού θα ήταν εξίσου προβληματική). Είναι επίσης σίγουρο ότι τα κυρίαρχα στερεότυπα που έχουν συνδεθεί με το κοινωνικό φύλο του άντρα ή της γυναίκας έχουν παίξει το ρόλο τους στη διαμόρφωση πτυχών της γλωσσικής πραγματικότητας (σύγκρινε το παράδειγμα των καθαριστριών που αναφέραμε προηγουμένως), αλλά δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα επικοινωνίας και έκφρασης καθαρά συμβατικό και αυτόνομο· ακολουθεί τη δική του ξεχωριστή πορεία και λειτουργία, ανεξαρτήτως αν η αφετηρία ορισμένων γλωσσικών φαινομένων επηρεάστηκε από το κοινωνικό περιβάλλον της εκάστοτε εποχής. Η γλώσσα ασφαλώς και είναι «αθώα»· «αθώοι» δεν είναι πάντοτε οι χρήστες της ή όπως θα το ήθελε ο Λορέντζος Μαβίλης: “Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει· υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν”. Και αυτή η τόσο βασική υλιστική αλήθεια μπορεί να αποδειχτεί περίτρανα από πολύ απλά καθημερινά παραδείγματα. Ο υβριστικός χαρακτηρισμός καριόλα δεν έχει σε όλα τα χείλη την ίδια βαρύτητα, ούτε συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι όποιος την εκστομίζει είναι σεξιστής. Δεν είναι το ίδιο πράγμα ένας πωρωμένος μισογύνης, μόνο και μόνο επειδή είδε μια γυναίκα οδηγό, να της φωνάξει απρόκλητα: άντε, μωρή καριόλα, πήγαινε να πλύνεις κάνα πιάτο! με το να αποκαλέσει έτσι κάποιος άλλος με εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις μια γυναίκα εξουσίας, η οποία –κάνοντας στυγνή κατάχρησή της– συμπεριφέρεται με τρόπο απαράδεκτο, απαίσιο και κατάπτυστο. Ούτε καν διατηρεί η συγκεκριμένη λέξη την αρχική-«ετυμολογική» της σημασία, δηλαδή «γυναίκα μόνο για κρεβάτι, πόρνη» (σύγκρινε και το παράγωγο αρσενικό καριόλης). Με τον ίδιο τρόπο, το ρήμα παντρεύω έχει το πλέον «ένοχο» φαλλοκρατικό παρελθόν, αφού ανάγεται στο ελληνιστικό επίθετο ὕπανδρος «που τίθεται “ὑπὸ τὸν ἄνδρα”, που είναι κτήμα και υποχείριο του άντρα», ενώ ήδη από την υστεροβυζαντινή περίοδο σημαίνει απλώς «συμβάλλω στη σύναψη γάμου» (όχι μόνο γυναίκας, αλλά και άντρα), οπότε δεν έχει ισχυρή βασιμότητα η εμμονή ορισμένων να στηλιτεύουν συλλήβδην τη χρήση του ρήματος επανδρώνω (ελληνιστικό ἐπανδρῶ «γεμίζω με ανθρώπους»· σύγκρινε αγγλικό ρήμα man) και να αξιώνουν την αντικατάστασή του από το στελεχώνω. Εξάλλου, παρατηρείται και το αντίστροφο φαινόμενο: λέξεις που δεν έχουν τίποτα το μεμπτό ως προς τον αρχικό σχηματισμό τους να αποφεύγονται συστηματικά, επειδή είναι κοινωνιογλωσσικά «καμένες». Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των ουσιαστικών θολοκουλτουριάρης (αν και σαφώς υπάρχουν θολά κινήματα και θολή διανόηση σε όλο το ιδεολογικό φάσμα) και λαθρομετανάστης (παρότι σημαίνει απλώς «αυτός που μεταναστεύει κρυφά, παράτυπα, όχι μέσω της νόμιμης οδού», όπως και τα λαθραναγνώστης, λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός κτλ., χωρίς προφανώς να ισχύει για τη σημασία του συγκεκριμένου όρου το σύνηθες ευφυολόγημα ότι «κανείς άνθρωπος δεν είναι λαθραίος»), τα οποία –έχοντας υποστεί εκτεταμένη κατάχρηση από σκοταδιστικούς και ξενοφοβικούς (ακρο)δεξιούς κύκλους (σύγκρινε και γλωσσικά τερατουργήματα όπως οι λάθρο ή λαθροεισβολείς)– σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από το κοινωνιογλωσσικό υπονόημα ότι ο χρήστης τους είναι εξ ορισμού ακροδεξιός ή φασίστας.

Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι και η ίδια η γλώσσα, με τις κατηγοριοποιήσεις που έχουν διαμορφωθεί τόσο σε γραμματικό όσο και σε λεξιλογικό επίπεδο, ασκεί κάποια επιρροή στις αυτοματοποιημένες και συνειρμικές αναπαραστάσεις που αναφύονται στο νου των ομιλητών της. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι ομιλητές των οποίων η μητρική γλώσσα χρησιμοποιεί την ίδια λέξη για να αναφερθεί τόσο στο πράσινο όσο και στο μπλε χρώμα (ας το πούμε «μπλάσινο») δυσκολεύονται να διακρίνουν σωστά τα χρώματα αυτά όταν μαθαίνουν ξένες γλώσσες όπως η αγγλική ή η ελληνική, οι οποίες διασπούν το εν λόγω χρωματικό φάσμα στα δύο, αλλά τα αρχικά λάθη και η αμηχανία τους δεν αποτελούν μόνιμο και αναπόδραστο εμπόδιο στην κατάκτηση της ικανότητας να τα διαφοροποιούν σωστά, απλώς χρειάζεται κάποιος επιπλέον χρόνος και εξάσκηση σε σύγκριση λ.χ. με τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά, όπου δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Αλλά να φτάνει κανείς μ’ ένα αβυσσαλέο άλμα στο σημείο να υποστηρίζει ότι οι γραμματικές ή λεξιλογικές μονάδες είναι από μόνες τους σε θέση να κατασκευάζουν, να συντηρούν, να αναπαράγουν και να διαιωνίζουν τις υπαρκτές κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, να επιζητά την από τα πάνω επιβολή της εδώ και τώρα εξάλειψής τους ή καταναγκαστικών τροποποιήσεων σε αυτές, είναι –αν μη τι άλλο– ακραίος γλωσσικός ντετερμινισμός και ιδεαλισμός [στη γλωσσολογία είναι γνωστός ως «υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας» ή «υπόθεση Sapir-Whorf»· δες και το κατατοπιστικότατο άρθρο του Σπύρου Μοσχονά “Γλώσσα & σχετικότητα” (περιοδικό Cogito 2007: τ. 07, σσ. 90-92)]. Δηλαδή, θα πρέπει να δεχτούμε ότι προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής είναι η άνωθεν εκβιασμένη γλωσσική μεταβολή; Ότι όποιος ακολουθεί την κατακτημένη γλωσσική του ικανότητα για να εκφραστεί και δεν μπορεί ή δε θέλει να συμμορφωθεί σε τέτοιες ρυθμιστικές ρετσέτες αποτελεί θιασώτη και συνεχιστή του υφιστάμενου κοινωνικοπολιτικού status quo; Δυστυχώς, τέτοιου είδους αντιλήψεις και πρακτικές μοιάζουν τόσο έντονα με το φωτογραφικό αρνητικό πολύ σκοτεινών περιόδων της ιστορίας και αντίστοιχων καθεστώτων. Θυμίζουν τις γνωστές επιταγές του πάσης φύσεως πουριτανισμού (λεκτικού και μη), ο οποίος κρύβει τις σεξουαλικές και όχι μόνο διαστροφές των οπαδών του πίσω από το φύλλο συκής της σεμνότυφης και υποκριτικής «ηθικής». Θυμίζουν την καχύποπτη υπερανάλυση κάθε δημοσιευόμενου κειμένου ή έργου τέχνης από τις υπηρεσίες λογοκρισίας, οι οποίες πάσχιζαν να ανακαλύψουν καλά κρυμμένα υπονοούμενα κατά του καθεστώτος που εκπροσωπούσαν. Θυμίζουν την εκτεταμένη εκκαθάριση των νεοελληνικών τοπωνυμίων που κορυφώθηκε το 1940 επί δικτατορίας Μεταξά, ακολουθώντας την προγονόπληκτη οπισθοδρόμηση που εγκαινιάστηκε στα χρόνια της βαβαρικής αντιβασιλείας (1833-1835), κατά την οποία αντικαταστάθηκαν πάμπολλες κληρονομημένες ονομασίες κυρίως χωριών και κωμοπόλεων της πατρίδας μας από «ελληνικότερες», πιο «αρχαιοπρεπείς» ή πιο «εύηχες», επειδή –όντας σλαβικής, αλβανικής, ιταλικής, τουρκικής ή απλώς λαϊκής προέλευσης– δεν ταίριαζαν με το πνεύμα και την αισθητική του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού». Η απαράδεκτη αυτή πρακτική δεν ακυρώθηκε από καμία μεταπολεμική κυβέρνηση, ίσα-ίσα που συνεχίστηκε αυτή η «παράδοση» με την επιλεκτική στροφή προς την «ένδοξη» κλασική αρχαιότητα εις βάρος του τεράστιου ιστορικού διαστήματος που μεσολάβησε. Θυμίζουν την απαγόρευση της δημόσιας χρήσης των λέξεων λέπρα και λεπρός, η οποία θεσπίστηκε με το νόμο 1137 του 1981 και απαιτούσε την αντικατάστασή τους στα επίσημα έγγραφα με τους όρους νόσος του Χάνσεν και χανσενικός αντίστοιχα, ως απελπισμένο επιστέγασμα της αποτυχίας του αστικού κράτους να αποστιγματίσει και να εντάξει οργανικά στην κοινωνία τους θεραπευμένους πρώην λεπρούς, οι οποίοι είχαν βγει από τα λεπροκομεία (ζητώ συγνώμη για την «παρανομία»· «χανσενοκομεία» έπρεπε να πω!) μετά το κλείσιμό τους το 1957.

Το «πογκρόμ» εναντίον γλωσσικών εκφράσεων, σαν ένα εκμοντερνισμένο κυνήγι μαγισσών, μερικές φορές παίρνει εντελώς απρόβλεπτες και αψυχολόγητες διαστάσεις. Ορισμένες ακτιβίστριες γλωσσολόγοι (αλλά και κάποιοι άντρες συνάδελφοί τους) διατείνονται ότι «δεν είναι αποδεκτές» εκφράσεις όπως: ο άνθρωπος θηλάζει τα μωρά του ή πολλοί άνθρωποι πάσχουν από καρκίνο της μήτρας, ότι ακόμα και η πρόταξη του θηλυκού τύπου κατά τη συμπαράθεση και των δύο γενών μπορεί να «υποκρύπτει τη συγκαλυμμένη πρόθεση του σεξιστή να υποβαθμίσει το ρόλο της γυναίκας προβαίνοντας σε μια υποκριτική παραχώρηση φιλοφρονητικής αβρότητας», ότι λέξεις όπως γυναικάς και αντράκι (για γυναίκα) είναι επιδοκιμαστικές και δηλώνουν θαυμασμό, ενώ άλλες όπως αντρού και γυναικάκι ή γυναικούλα αντίστοιχα ή τα θηλυκά επαγγελματικά σε -ιδα, -ίνα και -ισσα υποδηλώνουν αφ’ εαυτού τους διάθεση για υποτίμηση, απαξίωση ή ταπείνωση της γυναίκας, ότι γενικές γυναικείων επωνύμων όπως της Κοντογιάννη ή της Τσακίρη συνιστούν «πατριαρχικούς τύπους που επιμένουν να σημαδεύουν τη γυναίκα ως κτήμα του πατέρα της», ενώ «γραμματικά πιο σωστοί» θα ήταν οι τύποι της *Κοντογιάννης ή της *Τσακίρης (δες και τη συνέντευξη που έδωσαν πέρυσι οι Αγγελική Αλβανούδη και Σταυρούλα Τσιπλάκου στη Δέσποινα Ζευκιλή υπό τον τίτλο “Γλώσσα και σεξισμός: Μπορούμε να είμαστε και βουλεύτριες εκτός από χορεύτριες;” για λογαριασμό του athinorama.gr). Θα περιοριστώ μονάχα στη διατύπωση μερικών ρητορικών ερωτημάτων: Σε όσους οι πρώτες εκφράσεις (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του γράφοντος και όλων όσους ρώτησε) μας φαίνονται, όχι μόνο αποδεκτές, αλλά και απολύτως φυσ(ιολογ)ικές, έχουμε κάποια γλωσσική ή άλλη ιδιαιτερότητα που θα πρέπει να μας ανησυχεί; Αν κάποιος εκπρόσωπος της «τοξικής αρρενωπότητας» δεν κατατάσσει τη γυναίκα ισότιμα στους ανθρώπους, αν χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς όπως γυναικάς με θετική συνυποδήλωση και δε θεωρεί το να είναι κανείς τέτοιος πολύ σοβαρό ελάττωμα [σύγκρινε τα «πλησιώνυμα» σαβουρογάμης, (σαβουρο)γαμίκουλας, (σαβουρο)πηδίκουλας], αυτό είναι γλωσσικό και όχι κοινωνικό, ιδεολογικό ή πολιτισμικό πρόβλημα; Τα γυναικάκι και γυναικούλα π.χ. αποκλείεται να τα απευθύνει κάποιος άλλος με ριζικά διαφορετικές πεποιθήσεις στη σύντροφό του ως έκφραση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας ή/και συγκίνησης κι εκείνη να τον αποκαλέσει στο ίδιο κλίμα αντρούλη ή αγορίνα της; Η αλήθεια είναι ότι κι εμένα μ’ ενοχλεί η απόδοση σε γυναίκα του επιτιμητικού προσωνυμίου αντράκι κι ο ίδιος το αποφεύγω, αλλά ποιος μου δίνει το δικαίωμα να αναγάγω τις προσωπικές μου προτιμήσεις και αποστροφές σε καθολικό γλωσσικό κανόνα; Από πού κι ως πού θηλυκά επαγγελματικά όπως καλλιτέχνιδα, γιατρίνα (σύγκρινε μεσαιωνικό ἰάτραινα «μαία») ή κοσμητόρισσα συνεπάγονται αυτομάτως ότι ο χρήστης τους έχει υποτιμητική ή απαξιωτική πρόθεση έναντι των γυναικών που ασκούν τα εν λόγω επαγγέλματα; Αν δηλαδή ένας φαλλοκράτης τις αποκαλέσει η (*)καλλιτέχνης (ή ακόμα και η καλλιτέχνις), η γιατρός (γιατί όχι και η ιατρός;) και η κοσμήτορας (μέχρι και η κοσμήτωρ) αντίστοιχα, αυτό εγγυάται κάτι περισσότερο απ’ το ότι είναι υποκριτής ή τις ειρωνεύεται ασύστολα; Βελτιώνουν άραγε τη θέση της γυναίκας και ανυψώνουν το κύρος της στον εργασιακό τομέα πραγματικά μη αποδεκτοί (προς το παρόν τουλάχιστον) σχηματισμοί όπως η *πρόεδρη ή η *υπάλληλη, οι οποίοι επινοούνται ενίοτε προκειμένου να αποφευχθούν τόσο οι θηλυκοί τύποι σε -ος όσο και οι προαναφερθείσες –αδίκως στιγματισμένες– επίμαχες καταλήξεις; Όταν εγώ λέγομαι Καλαμπούκας (δηλαδή «γιος του Καλαμπούκα») δεν αντιμετωπίζομαι σαν «κτήμα του πατέρα μου»; Αν όμως ονομαζόμουνα Γκόντας (δηλαδή «γιος της Γκόντα» ή μήπως «της *Γκόντας»;), τι θα σήμαινε αυτό; Ότι νικήθηκε η πατριαρχία κι ότι τι; Ότι ήρθε στη θέση της η πραγματική ισότητα των φύλων κι όχι η μητριαρχία; Δεν αντιφάσκουν οι ίδιες κατάφωρα όταν αφενός προσυπογράφουν ρητά τη θέση ότι: “Αν αυτή η κοινωνική συνθήκη αλλάξει, σταδιακά θα αλλάξει και η γλώσσα. Φυσικά η γλωσσική αλλαγή δε γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη, είναι μια μακρόχρονη διαδικασία και το τελικό αποτέλεσμα δεν το ξέρουμε με βεβαιότητα” και αφετέρου επιμένουν στην ίδια τακτική: “Οι φεμινίστριες γλωσσολόγοι αναδεικνύουμε πώς οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας αναπαράγονται μέσα από συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές και προτείνουμε τρόπους υπέρβασης του γλωσσικού σεξισμού”, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουν και ότι: “Το αν η γλωσσική κοινότητα υιοθετήσει αυτές τις προτάσεις ή όχι είναι θέμα πολιτικό και όχι γλωσσολογικό. Μια κοινωνία που αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως καθολικό ιστορικό υποκείμενο θα αναζητήσει τρόπους για να το εκφράσει αυτό κάποια στιγμή”; Αν λοιπόν επικρίνουμε ή φιμώσουμε γλωσσικά την αντίστροφη τάση, θα την καταργήσουμε ή θα την αναστρέψουμε και σε κοινωνικό επίπεδο «ξορκίζοντάς» την λεκτικά; Δε μοιάζει όλη αυτή η συζήτηση και η ατέρμονη ανταλλαγή «σεξιστικών» παραδειγμάτων κι αντιπαραδειγμάτων με φαύλο κύκλο και με την παροιμία: «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα;» ή μήπως υποκρύπτει ένα πολύ πιο σοβαρό αδιέξοδο: πως, αφού αποτύχαμε σαν κοινωνία να αντιμετωπίσουμε τις εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες, καταφύγαμε στη «λεκτική υγιεινή» για να «νίψουμε τας χείρας μας» και να επιδείξουμε την ειλικρινή διάθεσή μας να συμβάλουμε στην άμβλυνση ή την εξάλειψή τους κυριολεκτικά «στα λόγια»;

Για να μιλήσω με μαρξιστικούς όρους, η συγκεκριμένη οπτική βλέπει τη γλώσσα σαν ένα «εποικοδόμημα» χτισμένο πάνω στην εκάστοτε οικονομική «βάση» και άρρηκτα συνυφασμένο με αυτήν, κάτι που –όπως έχει επισημάνει εύστοχα ο Ιωσήφ Β. Στάλιν στο ιστορικό άρθρο του με τίτλο “Σχετικά με το μαρξισμό στη γλωσσολογία”, το οποίο δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1950 στα περιοδικά ΜΠΟΛΣΕΒΙΚ και Νέος Κόσμος με σκοπό να κριτικάρει και να αποδομήσει τη διδασκαλία του Ν. Γ. Μαρ, που είχε επιβληθεί στην πρώιμη σοβιετική γλωσσολογία με σκανδαλώδη τρόπο– είναι εντελώς αβάσιμο και αυθαίρετο. Κι αυτό γιατί η γλώσσα αποτελεί ένα πολύ θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, το οποίο είναι μεν προϊόν της ιστορίας του λαού που τη χρησιμοποιεί, αλλά λειτουργεί και εξελίσσεται ικανοποιώντας τις επικοινωνιακές ή τις εκφραστικές του ανάγκες ανεξάρτητα από τη βάση και το εποικοδόμημά της. Διαμορφωμένο μέσα από μακραίωνες, περίπλοκες και πολυεπίπεδες ενδογλωσσικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, γνωστικές και ψυχολογικές διεργασίες ως γραμματικό σύστημα και λεξιλογικό κεφάλαιο, το πανανθρώπινο αυτό φαινόμενο έχει ενσωματώσει ποικίλα στρώματα γλωσσικού υλικού, το οποίο έχει κωδικοποιηθεί και συμβατικοποιηθεί έτσι ώστε να μπορεί δυνάμει να εκφράσει κάθε νοητή ιδέα, παλιά και κατεστημένη ή καινούρια και ριζοσπαστική, ή να προσαρμόζεται στις νέες ανάγκες μέσω ενός πολύπλοκου «προτσές», το οποίο εκτυλίσσεται από τα κάτω, σαν την επιδημιολογία των ιώσεων, μέσα στην ίδια τη γλωσσική κοινότητα και όχι στα γραφεία των γλωσσολόγων ή τα «εργαστήρια» των επίδοξων ρυθμιστών. Αν δεν ίσχυαν τα παραπάνω, κάθε καινοτόμα αλλαγή, κάθε ρηξικέλευθη ανατροπή, κάθε επαναστατική διαδικασία θα επέβαλλε ως προαπαιτούμενο την προηγούμενη μεταβολή των γραμματικών κανόνων και του βασικού λεξιλογίου της γλώσσας, η Οκτωβριανή Επανάσταση δε θα μπορούσε να ξεσπάσει και να επικρατήσει βασιζόμενη στη ρωσική γλώσσα ως «αναχρονιστικό αποκύημα» της δουλοκτητικής, της φεουδαρχικής και της τσαρικής προϊστορίας της, χωρίς την εκ των προτέρων κατασκευή μιας «σοσιαλιστικής» ή «κομουνιστικής» γλωσσικής εκδοχής. Δεδομένου ότι η ρωσική διαθέτει κι αυτή συστηματικό γραμματικό γένος, δε θα κατάφερναν οι γυναίκες της Σοβιετικής Ένωσης να εξισωθούν στην πράξη με τους άντρες σε κάθε πτυχή της οικογενειακής, κοινωνικής, επαγγελματικής και πολιτιστικής ζωής, από την οικοδομική δραστηριότητα, τη βαριά βιομηχανία και το μάχιμο στρατό μέχρι το πανεπιστήμιο, το θέατρο και το διάστημα. Ας αναρωτηθεί κανείς πού κατάντησε η θέση των γυναικών αυτών μετά την αντεπαναστατική παλινόρθωση του καπιταλισμού, δίχως πάλι να μεταβληθεί η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν. Και σε τελευταία ανάλυση, αν με τα λόγια μπορούσαμε να οικοδομήσουμε –εκτός από «ανώγια και κατώγια»– μια μη σεξιστική, αντιρατσιστική «κοινωνία ισότιμων ανθρώπων» χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση ή κακοποίηση, τα φλύαρα άτομα θα ήταν τα πιο δημιουργικά, τα πιο παραγωγικά και τα πιο πρωτοπόρα, για να μην πούμε ότι θα ήταν τελικά και τα πιο πλούσια. Μήπως είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του κι ο ίδιος ο Μαρ, όταν –στριμωγμένος από την κριτική που του ασκούνταν– κατέληξε να ισχυριστεί ότι η γλώσσα ανήκει στα μέσα παραγωγής;

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα. Ασφαλώς και ο καθένας μας έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφράζεται στο λόγο του όπως ο ίδιος επιθυμεί και να κάνει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) τις γλωσσικές επιλογές που του ταιριάζουν καλύτερα, γι’ αυτό άλλωστε διαθέτουμε όλοι το προσωπικό μας ύφος και τη μοναδική μας ιδιόλεκτο. Κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα –πόσω μάλλον οι γλωσσολόγοι– να επιδεικνύει τις επιλογές αυτές περιβάλλοντάς τες με ιδεολογική ή πολιτική «ανωτερότητα» και να υποδεικνύει στους άλλους πώς πρέπει να χρησιμοποιούν τη γλώσσα, ώστε να μην υποδαυλίζουν, αναπαράγουν και συντηρούν τα υπαρκτά σεξιστικά ή ρατσιστικά στερεότυπα. Όπως δεν υπάρχουν καλές και κακές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ή στρατιωτικές εισβολές, έτσι ακριβώς δεν υφίσταται «καλή» και «κακή», «προοδευτική» και «συντηρητική» γλωσσική ρύθμιση, εφόσον αμφότερες αποτελούν τις δύο εξίσου αθέμιτες όψεις του ίδιου νομίσματος. Ανάμεσα δηλαδή στον αναχρονιστικό και αρχαιόστροφο γλωσσαμυντορισμό του Μπαμπινιώτη, ο οποίος με κάθε ευκαιρία σπεύδει –παραποιώντας και παρερμηνεύοντας το Ludwig Wittgenstein– να δηλώσει κι αυτός με τη σειρά του ότι “η γλώσσα είναι ο κόσμος μου”, και στο ρηχό «λεκτικό αντισεξισμό» δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό και επιστημονικά ή ορθολογικά τεκμηριωμένο δίλημμα. Το ζήτημα είναι πρώτα να ανατραπεί ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας των κοινωνιών, ο οποίος οργανώνεται γύρω από ανισότητες κι από τον ανταγωνισμό που τις γεννά και τις τρέφει, χωρίζει τους ανθρώπους σε «ανώτερες» και «κατώτερες» οικονομικές τάξεις, σε «ισχυρές» και «αδύναμες» κοινωνικές ομάδες, και στη συνέχεια να αφεθούν οι πολυσχιδείς μηχανισμοί της γλωσσικής μεταβολής να αποτυπώσουν –αργά, σταδιακά και σε κάποιο πάλι βαθμό, αρχικά σε λεξιλογικό επίπεδο και κατόπιν στο γραμματικό σύστημα– τις συντελεσμένες κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις. Άλλωστε και τα ίδια τα αρχικά παραθέματα δεν παραδέχονται εμμέσως, φάσκοντας και αντιφάσκοντας, ότι –αφού οι γλωσσικές πραγματώσεις είτε «αντικατοπτρίζουν την άνιση εκπροσώπηση των γυναικών σε θέσεις ευθύνης» είτε «στηρίζονται στην ιδεολογία του άντρα ως καθολικής κατηγορίας/νόρμας και της γυναίκας ως απόκλισης και υποδεέστερου “άλλου”», θα πρέπει πρώτα να μεταβληθεί το κοινωνικό υπόβαθρο αυτών των καταστάσεων προκειμένου να μπορέσει μετέπειτα να αντανακλαστεί και σε γλωσσικό επίπεδο; Είναι εξάλλου γνωστό στους κοινωνιογλωσσολόγους και τους ιστορικούς γλωσσολόγους ότι η ίδια η γλωσσική αλλαγή δεν μπορεί ούτε να προβλεφθεί, ούτε να ανακοπεί, ούτε να ποδηγετηθεί κατά το δοκούν του καθενός ξεχωριστά. Είναι όμως κάτι παραπάνω από προφανείς οι λόγοι για τους οποίους τόσο το μονοπωλιακό κεφάλαιο με τα χρηματοπιστωτικά του ιδρύματα όσο και οι ακαδημαϊκές ελίτ παθαίνουν «αλλεργικό σοκ» μπροστά στα πραγματικά προαπαιτούμενα που προϋποθέτει η αντιμετώπιση και εξάλειψη των κοινωνικών, οικονομικών, φυλετικών, εθνοτικών, έμφυλων κτλ. ανισοτήτων, οπότε η μετατόπιση και προβολή του όλου προβλήματος στο γλωσσικό επίπεδο είναι σαφώς πολύ πιο εύκολη, ανώδυνη και συμφέρουσα λύση. Εντούτοις, στις γυναίκες της ζωής μας κι όλου του κόσμου αξίζει να διεκδικούν και να κερδίζουν πραγματικά δικαιώματα, όχι «άρθρα» και ξερούς γραμματικούς τύπους χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.

Κλείνοντας, ας μπω στον πειρασμό να σχολιάσω τις ίδιες τις «συνταγές μη έμφυλου ή άφυλου λόγου» που εισηγούνται οι (ασυνείδητα πιθανότατα) «μαρίστριες» γλωσσολόγοι στο τρίτο παράθεμα. Η «συμπερίληψη και των δύο γενών», με οποιαδήποτε σειρά προτιμά ο καθένας, είναι μια στρατηγική στην οποία καταφεύγουμε όλοι όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή ακροατήρια, αλλά η οριζόντια εφαρμογή της ακόμα και σε κείμενα με αφηρημένη αναφορά είναι προφανώς απίστευτα φορτική, κουραστική και εντέλει άσκοπη, αρκεί να φανταστούμε πώς θα κατακλυζόταν λ.χ. το παρόν άρθρο από αλλεπάλληλες ακολουθίες γραμματικών τύπων που παραπέμπουν σε φυσικό γένος, ενώ το παράδειγμα που αναφέραμε πιο πάνω θα έπρεπε να διατυπωθεί ως εξής: για τους/τις περισσότερους/-ες φυσικούς/-ές ομιλητές/(ομιλή)τριες της ελληνικής Η «εναλλάξ και ισοδύναμη αναφορά μόνο στο ένα ή το άλλο γένος» είναι –στην παρούσα φάση τουλάχιστον– «αντιγραμματική» (ungrammatical) ως προς το θηλυκό της σκέλος, δεδομένου ότι –όπως είδαμε– η χρήση σκέτων των τύπων ομιλήτρια, χρήστρια κ.τ.ό. στη σημερινή κοινή νεοελληνική δεν μπορεί ως επί το πλείστον να αναφέρεται συμπεριληπτικά σε άτομα και των δύο βιολογικών φύλων. Όσο για την τελευταία στρατηγική, ειλικρινά τι θα μπορούσε να πει κανείς; Δεν πρόκειται καν για γλωσσική ρύθμιση, ούτε καν για ορθογραφική σύμβαση, αλλά για κάτι πολύ χειρότερο. Προερχόμενη από την trans υποκουλτούρα, χωρίς να διαθέτει καμιά φωνολογική υπόσταση, επιχειρεί να καλύψει με @, να κρύψει σα μαντίλα, σαν μπούρκα, σαν πλερέζα, τα τμήματα εκείνα των λέξεων που –εκτός από γραμματικό– δηλώνουν και φυσικό γένος. Απορώ πώς θα καταφέρουν να επικοινωνήσουν με αυτή τη «μέθοδο» ακόμη και διαφυλικά άτομα είτε μεταξύ τους είτε με άλλα πρόσωπα, ομοφυλόφιλα ή ετεροφυλόφιλα…

 

 

Απόψεις