Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Καλό αγνάντιο αϊτέ!

Τ' Αγραφα που τον γέννησαν θρηνούν το μισεμό του. Η Πίνδος τον μοιρολογεί κι ο Παρνασσός τον κλαίει. Μαυρίζει ο Ασπροπόταμος, ο κάμπος σκοτεινιάζει. Κι εσύ Ραχούλα ταπεινή δέξου στην αγκαλιά σου, τον άνδρα που σε δόξασε στα πέρατα του κόσμου.

Τ’ Αγραφα που τον γέννησαν θρηνούν το μισεμό του. Η Πίνδος τον μοιρολογεί κι ο Παρνασσός τον κλαίει. Μαυρίζει ο Ασπροπόταμος, ο κάμπος σκοτεινιάζει. Κι εσύ Ραχούλα ταπεινή δέξου στην αγκαλιά σου, τον άνδρα που σε δόξασε στα πέρατα του κόσμου. Ο αντάρτης εξεπέζεψε και βγάνει τ’ άρματά του. Κι οι αρματωμένοι τον θωρούν με μάτια βουρκωμένα. Στητός περνάει το Χάροντα στον Αδη κατεβαίνει. Κουνάει το κεφάλι του και χαιρετά τον Αρη. Ο Διαμαντής τον καρτερά, σφιχτά τον αγκαλιάζει. Γαρίφαλο αμάραντο του δίνει ο Μπελογιάννης. Και η Ηλέκτρα τον φιλά και τον καλωσορίζει. Ο Ρίτσος του γλυκομιλά, ο Βάρναλης του γνέφει. Οι αντάρτες τρέχουν να τον δουν, μηνύματα να πάρουν. Τα μάθατε, μωρέ παιδιά, τα νέα από πάνω; Σ’κώσαν κεφάλι οι οχτροί και απειλούν τον κόσμο. Μα, οι αντρειωμένοι δε λυγούν, οι θ’κοί μας δεν τρομάζουν. Ο σπόρος που αφήσαμε βλασταίνει και φουντώνει.

Στον πάνω κόσμο οι ζωντανοί μοιρολογούν και λένε. Εφυγες καπετάνιο μας και πώς να το δεχτούμε; Βαριά στενάζει ο χωρικός, δικό ήταν καμάρι. Στον κουρνιαχτό περπάτησε μαζί με τους ξωμάχους. Νερό ήπιε απ’ την κούπα τους, κρασί απ’ το φλασκί τους κι απ’ τον ταβά τους το φαΐ, την πίτα απ’ το ταψί τους. Περπατησιά δεν άλλαξε σα βγήκε στο κουρμπέτι. Τη γλώσσα της μάνας κράτησε σα φυλακτό στολίδι, ποτέ δεν τη μαγάρισε με ψεύτικα φτιασίδια. Δεν ξέχασε τις ρίζες του όσο ψηλά κι αν πήγε. Και ο εργάτης θλίβεται και σφίγγει τις γροθιές του. Στις φάμπρικες, στις σκαλωσιές αθάνατη η μορφή του. Την τάξη του υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του. Περήφανοι ήταν γι’ αυτόν της Γης οι κολασμένοι. Μαζί τους ονειρεύτηκε έναν καινούριο κόσμο. Στην έφοδο στον ουρανό, πρωτοπανηγυριώτης.

Κομμουνιστής ακλόνητος κι ανθρωπιστής μεγάλος. Στο δρόμο δεν ξεστράτισε, ανάμερα δεν πήγε. Αντίκρυ στον ήλιο στάθηκε, στ’ απόσκια δεν εκρύφθη. Ποτέ του δε φοβήθηκε Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες και των Σειρήνων η φωνή δεν πλάνεψε τ’ αυτιά του. Δεν κιότεψε στους ισχυρούς, κατάματα τους είδε. Εκδίκηση δε θέλησε κατά των αντιπάλων. Κι όταν τουφέκι κράταγε κι όταν μ’ αυτούς μιλούσε. Στ’ αντρειωμένου την καρδιά η αγάπη βασιλεύει, μια αγκαλιά απέραντη για τους απλούς ανθρώπους. Το κόσμο ν’ αλλάξει πάλεψε, για να ευτυχούν οι ανθρώποι. Ορμήνευε τους βιαστικούς πιστά να περιμένουν, τους ακαμάτες διάταζε γοργά να προχωρήσουν. Τους ψηλομύτες μάλωνε να ξεκαβαλικέψουν, τους κουρασμένους βόηθαγε ξανά να περπατήσουν.

Πρότυπο ήταν κι οδηγός στης νιότης μας το διάβα. Πατέρας μας στα δύσκολα, παππούς μας στην ορφάνια. Την ταπεινή καταγωγή έκανε περηφάνια, χάρισμα την απλότητα, ελπίδα τον αγώνα. Μας δίδαξε την τάξη μας ποτέ να μην ξεχνούμε, τον Λένιν να διαβάζουμε, τον Τσε να αγαπούμε. Αϊντε καπετάνιο στο καλό κι εμείς ακολουθούμε, στα βήματα που χάραξες ψηλά στα κορφοβούνια, με συντροφιά τους αετούς και βοηθούς τ’ αγρίμια. Στον Αηλιά που θ’ αγρυπνάς, θωρώντας στο αγνάντιο, να ‘χεις την έγνοια σου σε μας.

Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ

 

Γράφτηκε στον “Ρ” στις 25 – 5 – 2005, στη στήλη ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ

 

Απόψεις