Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Υποκριτικό ρεσιτάλ δύο μεγάλων κυριών

Η γνωστή κινηματογραφική επιτυχία του 1962 με τις Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ ανήκει πλέον στη σύγχρονη μυθολογία του Χόλυγουντ..

Η γνωστή κινηματογραφική επιτυχία του 1962 με τις Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ ανήκει πλέον στη σύγχρονη μυθολογία του Χόλυγουντ καθώς συνδυάστηκε με τη μυθολογία γύρω από την αντιπαλότητα των δύο πρωταγωνιστριών της. Αντιπαλότητα που καλλιεργήθηκε τεχνηέντως τόσο από τις ίδιες όσο και από τον επικοινωνιακό μηχανισμό της ταινίας.

Η υπόθεση, άλλωστε, αναφερόμενη στη ζωή και το μίσος δύο αδελφών- κινηματογραφικών σταρ με διαφορετική επαγγελματική εξέλιξη που βρίσκονται, σε ώριμη πλέον ηλικία, αποσυρμένες στο οικογενειακό τους σπίτι, συμβάλλει στη γοητεία που ασκείται στο κοινό. Η Μπέημπι Τζέην, ένα παιδί-θαύμα των αρχών του 20ού αιώνα που θα επισκιαστεί από το άστρο της ταλαντούχας αδελφής της Μπλανς -πρωταγωνίστριας μελό επιτυχιών, μετά από ένα ατύχημα (ή απόπειρα δολοφονίας) της τελευταίας που την αφήνει παράλυτη, έχει πλέον τα τελευταία χρόνια τον έλεγχο του σπιτιού και της αδελφής της. Το παρελθόν, με τον αδήλωτο αλλά υπαρκτό ανταγωνισμό των δύο και, κυρίως, η στιγμή του αυτοκινητικού ατυχήματος που έστρεψε τις υποψίες στη Μπέημπι Τζέην ως υπεύθυνης επιδρά καταλυτικά στο παρόν τους καθώς η Τζέην βρίσκεται οικονομικά εξαρτημένη από την αδελφή της την οποία στην πραγματικότητα υπηρετεί ενώ ενδόμυχα φέρει πάντα το βάρος της υπαιτιότητας για το δυστύχημα.

Έως τη στιγμή που η Μπέημπι Τζέην, με άσβεστο και ορατό το μίσος της για την Μπλανς, εκδηλώνει εμφανή ψυχική διαταραχή που σύντομα γίνεται απρόβλεπτη. Το έργο παίρνει μορφή θρίλερ καθώς η Μπέημπι Τζέην αφενός προσπαθεί να αναβιώσει το χαμένο άστρο της και, αφετέρου, βασανίζει έως εξοντώσεως την ανήμπορη Μπλανς αφού σταδιακά την απομονώσει από κάθε της επαφή με τον έξω κόσμο. Το τέλος θα αποκαλύψει το ζωτικό ψεύδος που έκρυβε η Μπλανς, ανατρέποντας τα δεδομένα, αντιστρέφοντας τους ρόλους. Όταν όμως όλα πλέον θα έχουν οδηγηθεί σε αμετάκλητη έκβαση.

Έργο μεγάλων πρωταγωνιστριών

Η θεατρική διασκευή του Χένρυ Φάρελ έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις, σε σχέση με την κινηματογραφική ταινία, από τις δύο ηθοποιούς που θα αναλάβουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους καθώς η σκηνή καθιστά τα πάντα ορατά στο παρόν της δράσης. Ρόλοι απαιτητικοί, για διαφορετικούς λόγους, στη συγκεκριμένη μεταφορά ευτυχούν στην υλοποίησή τους από δύο μεγάλες κυρίες του θεάτρου μας: τη Ρούλα Πατεράκη και τη Ρένη Πιττακή.

Σε μια έντονα ρεαλιστική σκηνοθεσία του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη, σε έναν χώρο όπου η σκηνογραφία (του ίδιου και της Μαίρης Τσαγκάρη) αποδεικνύεται πληθωριστική στη λεπτομέρειά της και στον λεπτομερή φόρτο της σκηνής, η Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της Μπέημπι Τζέην, αεικίνητη, με τη ξανθιά μπουκλωτή περούκα που παραπέμπει στο παιδικό της αποθεωμένο είδωλο, ισορροπεί μεταξύ δολοφονικής παιδούλας και μοχθηρής ενήλικης, παιδικής αφέλειας σχιζοφρενούς και υπολογισμένης εκδικητικότητας, σχεδιάζοντας το μακάβριο όσο και απειλητικό της προσωπικότητας της Τζέην με ανάλαφρη κινησιολογία και θανατηφόρα βλέμματα πίσω από τα έντονα βαμμένα μάτια. Θελκτικά παιχνιδίζουσα απέναντι στον νεαρό πιανίστα που θα βρει μέσω αγγελίας για να αναβιώσει τα παιδικά της τραγούδια που ερμηνεύει με χάρη και αναγκαία σπασίματα στην κουρασμένη φωνή, μεταστρέφεται σε σαδιστική και, αργότερα, δολοφονική μηχανή που δρα ως ανδρείκελο προγραμματισμένο να υπερασπιστεί το σατανικό σχέδιο κατά της αδελφής της. Η Ρούλα Πατεράκη ξετυλίγει μια λαμπερή ερμηνεία μετακινούμενη σε όλες τι σκοτεινές διαβαθμίσεις του ρόλου της και είναι κρίμα που η ελληνική σκηνή δεν απολαμβάνει συχνότερα την υποκριτική της δύναμη.

Απέναντί της, η καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι -στο πάνω δωμάτιο που προβλέπει ο σκηνικός χώρος της παράστασης- Μπλανς της Ρένης Πιττακή, βυθισμένη αρχικά στις αναπολήσεις της δικής της δόξας που της προσφέρουν τα τηλεοπτικά αφιερώματα και τα συνεχιζόμενα γράμματα θαυμαστών, διατηρεί ήπιους ερμηνευτικούς τόνους έως ότου τα πράγματα πάρουν την αγριότερη τροπή τους. Η Πιττακή, αν και καθηλωμένη, ως ανάπηρη, θα δώσει το δικό της σωματικό -«κινησιολογικό» ρεσιτάλ: πρώτιστα, στη σκηνή που θα κατέβει μόνη τη σκάλα, συρόμενη ανάποδα στα σκαλοπάτια, προσπαθώντας να καλέσει βοήθεια, μέσα από μια απόλυτα ρεαλιστική όσο και επώδυνη στην πρακτική της εκτέλεση σκηνή. Έπειτα, θα υποστεί τη βάσανο του ρόλου καθώς για ικανή ώρα θα παραμείνει δεμένη, με τα χέρια ψηλά, και φιμωμένη στο κρεβάτι, έχοντας υποκύψει στα ανισόρροπα σχέδια της Τζέην. Η παρά την παραλυσία ατσαλάκωτη έκφρασή της ως υπερτερούσας αρχικά, θα σπάσει στον τελικό της, αποκαλυπτικό μονόλογο.

Δίπλα στο διπλό ρεσιτάλ των δύο πρωταγωνιστριών, οι δύο άλλες γυναίκες που φέρονται ως πιθανές δυνάμεις σωτηρίας της Μπλανς, η Στέλλα Γκίκα, ως Έντνα -η γυναίκα που αφοσιωμένη φροντίζει τη Μπλανς μέχρι τέλους- και η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, ως γειτόνισσα κυρία Μπέητς αλλά και ως μητέρα του νεαρού πιανίστα θα σταθούν, εντός του ρεαλιστικού πλαισίου που χαράσσει η σκηνοθεσία, με πλήρη συνέπεια και εκφραστική αρτιότητα: συμπαγής και δωρική η Γκίκα, με ενδιαφέρουσες αντιθέσεις μεταξύ λόγου-στόματος και έκφρασης των ματιών ως Μπέητς η Μαρκοπούλου. Το λυτρωτικό τέλος, όμως, θα δώσει ο νεαρός πιανίστας Έντουιν που ερμηνεύει εύστοχα ο Αλέξιος Διαμαντής.

Προβληματική σκηνοθετική οπτική

Ο πρόσφατα αφιχθείς στον χώρο της σκηνοθεσίας Απόλλων Παπαθεοχάρης επεξεργάστηκε δραματουργικά με τη Δανάη Παπουτσή τη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου χωρίς, ωστόσο, να δημιουργήσει ένα πάντα εύστοχο λεκτικά κείμενο. Αισθανόσουν την αξία του λόγου περισσότερο από τον χειρισμό, μέσω των παραγλωσσικών τους σημείων, των ηθοποιών, ήτοι τους τονισμούς, το ηχόχρωμα της φωνής, τις εναλλαγές στις φωνητικές εκφορές, παρά από αυτή καθαυτή την αξία των επιλεγμένων λέξεων ή εκφράσεων.

Το υπερβολικά φορτωμένο σε λεπτομέρειες σκηνικό απλωμένο σε όλο το μήκος της σκηνής που περιέβαλλαν εκατέρωθεν οι θεατές, με το σαλόνι, την κουζίνα, το σε παταράκι υπνοδωμάτιο της Μπλανς, το πιάνο με ουρά, τα άπειρα μικροαντικείμενα πάνω στα έπιπλα ή στους τοίχους, τα σερβίτσια έδιναν μεν την εικόνα του παλαιόθεν κατοικημένου σπιτιού αλλά, αφενός, καθιστούσαν ασφυκτικό τον χώρο και, αφετέρου, τα περισσότερα στερούνταν σκηνικής λειτουργικότητας ή αναδεικνύονταν πλεοναστικά. Ενδιαφέρουσα η κατασκευή με την τριανταφυλλιά της γειτόνισσας που προσδιόριζε τον εξωτερικό χώρο, ενδιαφέρουσες οι διαφανείς σιδερένιες κατασκευές ως πόρτες, αναγκαία η μεγάλη κούκλα-Μπέημπι Τζέην αλλά προς τι η κουζίνα στην οποία άλλωστε δεν είχαν οπτική πρόσβαση όλοι οι θεατές; Και η αλήθεια είναι ότι συχνά τα διάφορα έπιπλα λειτουργούσαν ως οπτικά εμπόδια για τον θεατή.

Εκείνο που καθόρισε τη σκηνογραφική λογική του σκηνοθέτη μοιάζει να είναι η κινηματογραφική λογική. Μόνο που στην ταινία ο φακός, ζουμάροντας από διαφορετικές οπτικές, μπορεί να αναδείξει λεπτομέρειες που στη σκηνή μένουν αόρατες για τους πολλούς. Εκτός και αν, για παράδειγμα, η κατασκευή γεύματος με βραστό αρουραίο που προόριζε η Τζέην για την Μπλανς, το πνίξιμο του πουλιού ή άλλες, αντίστοιχες σημαίνουσες λεπτομέρειες δράσης προβάλλονταν σε οθόνη.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου πρόβλημα της σκηνοθετικής γραμμής ήταν οι τεράστιες παύσεις ουσιαστικής σκηνικής δράσης. Οι μικρές ενέργειες που τυχόν κάνει η Τζέην επί σκηνής δεν γίνονται ορατές από όλους τους θεατές με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ως μεγάλα χρονικά κενά. Και εδώ η κινηματογραφική αντίληψη σκηνοθεσίας της σκηνής πρέπει να έπαιξε τον ρόλο της. Ωστόσο, οι παύσεις αυτές όχι μόνον μειώνουν την ένταση που έχει ανάγκη η παράσταση αλλά και ακυρώνουν τη δύναμη σκηνικών εικόνων που στηρίζονται στη δύναμη της εσωτερικής δράσης. Έτσι, η καθοριστικής σημασίας κατάβαση της παράλυτης Μπλανς από τη σκάλα που επιζητά χρονική διάρκεια αναδεικνύοντας τη σωματική υπέρβαση (προσώπου αλλά και ηθοποιού) χάνει την ειδική αξία της εντός της όλης δράσης εφόσον και άλλες, μη βαρύνουσες εικόνες, έχουν ήδη λάβει μεγάλη χρονική έκταση.

Ο φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα ικανοποιητικοί σε κάποιες εναλλαγές τους αλλά θεωρώ λάθος το γεγονός ότι δεν βρέθηκε κάποια λύση ώστε το παταράκι-υπνοδωμάτιο της Μπλανς να φωτίζεται εντονότερα ώστε να γίνονται σαφέστερα τα εκεί διαδραματιζόμενα: τοποθετημένο στη μια άκρη της σκηνής, υπερυψωμένο και περιβαλλόμενο με κάγκελα ή διάφορα ασαφή τελικά σκηνικά αντικείμενα εκ των πραγμάτων δεν επέτρεπε την καλή θέαση, ειδικά όταν η κάτοικός του ήταν πάντα καθιστή ή δεμένη στο κρεβάτι. Γενικά, ο φωτισμός δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως δείκτης που να κατευθύνει το βλέμμα του θεατή σε «ερμηνευτικές» πράξεις που διαδραματίζονταν ταυτόχρονα σε τελείως αντίθετα σημεία της σκηνής.

Σκηνογραφικά, η λύση του δεύτερου χώρου, ψηλά αριστερά, στο ύψος του ταβανιού, ως σπίτι του πιανίστα, πέραν της «έκπληξης» ούτε ορατό από όλους τους θεατές ήταν αλλά και αποδείχτηκε ιδιαίτερα κουραστικό για τη θέαση.

Σε μια παράσταση που εξ αρχής χρησιμοποιείται προβολή, αναρωτιέται κανείς γιατί κάποιες σκηνές δεν προβάλλονται μαγνητοσκοπημένες ή και με τη λύση της επί σκηνής ταυτόχρονης λήψης, τεχνικές που χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως στο θέατρο. Πολλά από τα προβλήματα που αναφέρθηκαν θα είχαν έτσι αποφευχθεί.

Πράγματι, η αρχική προβολή που παρακολουθεί η Τζέην από παρελθοντολογική της παράσταση ως μικρή Τζέην με τον πατέρα της στο πιάνο μοιάζει κατευθείαν βγαλμένη από προπολεμική ταινία. Πρόκειται, ωστόσο, για βίντεο του σκηνοθέτη και του Ραμόν Μαλαπέτσα με εμφανίσεις του Νίκου Μαυράκη ως πατέρα και μιας εκπληκτικής μικρής (της Αναστασίας Γουλιάμου) που χορεύει και τραγουδά με τις ξανθές μπούκλες και το λευκό της φορεματάκι όπως ακριβώς τα πάλαι-ποτέ παιδιά θαύματα του Χόλυγουντ. Εντυπωσιακή προβολή ως στήσιμο και εκτέλεση.

Ιδιαίτερη μνεία, τέλος, θα πρέπει να γίνει στη μουσική και το όλο ηχητικό περιβάλλον του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου που καλύπτει όλη την παράσταση ως υποβλητικό χαλί, δημιουργώντας συνεχές αίσθημα αβεβαιότητας και ανησυχίας όπως στις ταινίες θρίλερ.

Μια παράσταση που παρά τα όποια τεχνικά σκηνοθετικά της προβλήματα απογειώνουν, ούτως ή άλλως, οι δύο της πρωταγωνίστριες σε μια συγκρουσιακή δημιουργική συνάντηση. Από εκείνες που έχει ανάγκη το εν πληθωρισμώ ευρισκόμενο θέατρό μας.

Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Σταύρου Χαμπάκη

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις