Η ήπειρος που εκτείνεται από το Ρίο Γκράντε μέχρι τους πάγους της Παταγονίας είναι ένα παλίμψηστο τοπίων και πολιτισμών. Τόσο η ιστορία της κατάκτησης όσο και η νεοαποικιοκρατία έχουν παράξει ιστορίες αντίστασης και μια ιδιαίτερη κουλτούρα που εκδηλώνεται έντονα με κάθε τρόπο. Και στον κινηματογράφο, φυσικά.
Από τη Λατινική Αμερική μας έρχονται τα τελευταία χρόνια εξαιρετικές ταινίες. Εξαιρετικές γιατί μιλάνε μια απλή, κατανοητή γλώσσα, γιατί οι πρωταγωνιστές τους, ακόμα κι αν ζουν μίλια μακριά και σε συνθήκες που δύσκολα φανταζόμαστε, είναι αληθινοί και αναγνωρίσιμοι. Ο λατινοαμερικάνικος κινηματογράφος έχει μια αμεσότητα που γοητεύει και μια ειλικρίνεια που συναρπάζει.
Μεξικό
Αγόρασε μου ένα όπλο – Comprame un revolver
Σκηνοθεσία: Χούλιο Χερνάντες Κορντόν
Πρωταγωνιστούν: Ροχελιο Σόσα, Φαμπιάνα Χερνάντες, Ματίλντε Χερνάντες
Ένα οκτάχρονο κοριτσάκι είναι ντυμένο αγορίστικα και ο πατέρας της έχει περασμένη μια μεγάλη αλυσίδα στο ένα της πόδι. Πρόκειται για κάποιο τέρας που βασανίζει το παιδί του; Όχι, είναι ένας δύστυχος φύλακας σε ένα γήπεδο του ράγκμπυ, στα σύνορα του Μεξικού με τις Η.Π.Α., ένας τοξικοεξαρτημένος φτωχοδιάβολος που οι νάρκος έχουν απαγάγει τη γυναίκα του και τη μεγάλη του κόρη και κάνει τα πάντα για να κρατήσει κοντά του τη μικρή. Της δίνει αγορίστικο όνομα, της φοράει κράνος και την αφήνει να παίζει μαζί με τρία παιδιά που βρίσκονται χαμένα στη μέση του πουθενά και προσπαθούν μόνα τους να επιβιώσουν.
Όταν οι νάρκος κάνουν κέφι να παίξουν ράγκμπυ κι έρχονται μέσα σε τανκ και μεγάλα τζιπ με κουκούλες στα πρόσωπα και αυτόματα στα χέρια, την κρύβει κάτω από μια κουβέρτα ή της φοράει μια μάσκα από χαρτόνι. Η μικρή παρατηρεί και αφηγείται τον κόσμο πίσω από τη μάσκα.
«Ένα βρώμικο δυστοπικό δράμα» χαρακτηρίζει την ταινία αμερικάνος κριτικός. Αμ δε! Η ταινία – δυστυχώς – είναι πιο ρεαλιστική κι από τις ειδήσεις των εννιά. Μιλάμε για ίσως την πιο επικίνδυνη περιοχή του πλανήτη, τα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ. Πιο επικίνδυνη απ’ότι η Συρία. Και εκεί δεν έχουν πόλεμο. Έχουν ελευθερία και δημοκρατία. Και Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου. Και καρτέλ.
Οι δολοφονίες στις παραμεθόριες πολιτείες του Μεξικού είναι καθημερινή υπόθεση. Το ίδιο και οι απαγωγές νεαρών κοριτσιών. Αυτό είναι το εφιαλτικό σκηνικό που πάνω του στήνει ο Κορντόν την ταινία του. Το ερημικό τοπίο παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις καθώς μαυροφορεμένοι μασκοφόροι ξεπροβάλουν πάνοπλοι από το πουθενά και απειλούν τη ζωή οποιουδήποτε κινείται. Μια μέρα ακόμα ζωντανός είναι μεγάλη τύχη, λέει ο Ροζέλιο στην κόρη του. Και κάνει ο,τι μπορεί για να την προστατέψει.
Αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Όταν σε μια γιορτή που έχει πάει για να παίξει μουσική στα γενέθλια του αφεντικού, ενός ανδρόγυνου ινδιάνου που κάτω από τη μάσκα κρύβει μια αινιγματική φυσιογνωμία, τους επιτίθεται μια αντίπαλη συμμορία και τον αιχμαλωτίζουν, θα αναγκαστεί να αφήσει την Χακ πίσω, εκλιπαρώντας την να προσέχει τον εαυτό της.
Το σενάριο αφήνει την μικρή πρωταγωνίστρια, την πολύ καλή Χερνάντες, να αφηγηθεί την ιστορία της, τη δύσκολη ενηλικίωση μέσα σε ένα κόσμο όπου η βία είναι παντού και δεν μπορείς να ξεφύγεις από πουθενά. Πρέπει να μείνεις εκεί και να το αντιμετωπίσεις. Όπως μπορείς. Ακόμα κι αν είσαι οκτώ χρονών, εσύ κι οι φίλοι σου. Απέναντι στα οπλοπολυβόλα και τα τεθωρακισμένα η παρέα των τεσσάρων έχει ένα αυτοσχέδιο καταπέλτη, καμουφλάζ από θάμνους και πολύ θυμό και πείσμα.
Η κάμερα του Κορντόν είναι νευρική, κινείται από τη μια γωνία στην άλλη με ταχύτητα καταγράφοντας τα συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου των πρωταγωνιστών και κάνοντας τους θεατές να νιώθουν ένα σφίξιμο στο στομάχι, καθώς δεν ξέρουν τι τους περιμένει στο επόμενο πλάνο. Το πλάνο από drone όπου η πιτσιρίκα τρέχει ανάμεσα σε πτώματα, τα οποία έχουν μετατραπεί σε χάρτινες φιγούρες με κόκκινους λεκέδες, είναι εικαστικά ευρηματικό, η σκηνή που ο Ροζέλιο, αφού έχει καπνίσει κόκα μέσα από ένα γλόμπο, πέφτει τ’ ανάσκελα και παίζει σαξόφωνο και από το τροχόσπιτο βγαίνουν μωβ καπνοί (Purple Haze) ξαφνιάζει ευχάριστα, ενώ το ‘Golden Hair’ του Syd Barrett ως σάουντρακ προς το τέλος της ταινίας, όταν ο τραυματισμένος αρχηγός της συμμορίας προσπαθεί να ξεφύγει μέσα στην έρημο με τη Χακ στο πλάι του, με αποτέλειωσε.
Παρά τις όποιες ατέλειες, η ταινία δείχνει τις ικανότητες ενός σκηνοθέτη που μπορεί να μεγαλουργήσει. Αυτό είναι το μεξικάνικο σινεμά που περίμενα τόσο καιρό να δω. Μικρού προϋπολογισμού, ανεξάρτητο, να μη φοβάται να πει τα πράγματα όπως είναι. Τα σέβη μου στους Τρες Αμίγος!
Παραγουάη
Οι κληρονόμοι – Las Heraderas
Σκηνοθεσία: Μαρσέλο Μαρτινέσσι
Πρωταγωνιστούν: Άνα Μπρουν, Μαργαρίτα Ιρούν, Άνα Ιβάνοβα
Σκηνοθετικό και σεναριογραφικό ντεμπούτο για τον Μαρτινέσσι, πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση για τις ηλικιωμένες θεατρικές ηθοποιούς Άνα Μπρουν και Μαργαρίτα Ιρούν, θρίαμβος στο φετινό φεστιβάλ του Βερολίνου: Βραβείο FIRESCI και Αργυρή Άρκτος, βραβείο καλύτερης ηθοποιού για την Μπρουν.
Μια ταινία που υμνεί τη γυναικεία ευαισθησία, ενώ ταυτόχρονα τέμνει με χειρουργική ακρίβεια την κοινωνία της χώρας. Από την μακρινή και για πολλούς άγνωστη Παραγουάη μια ταινία στον αντίποδα όλων εκείνων των –πολεμικών κυρίως – ταινιών που παίζουν μόνο άντρες: μια ταινία γεμάτη γυναίκες, ηλικιωμένες κυρίως γυναίκες, με πλαδαρά σώματα και ρυτίδες αλλά τόσο εκφραστικά μάτια, τόσο δυναμική παρουσία τόσο στον σκηνικό όσο και στον κοινωνικό χώρο.
Η Τσέλα και η Τσικίτα είναι δυο πλούσιες κληρονόμοι που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή ως ζευγάρι, χωρίς καμιά τους να έχει δουλέψει ούτε μια μέρα. Η Τσέλα είναι εσωστρεφής και κλεισμένη στο σπίτι, ανάμεσα στα όμορφα έπιπλα και πράγματα της που αναγκάζονται σιγά – σιγά να πουλήσουν για να πληρώσουν τα χρέη που συσσωρεύονται. Η Τσικίτα είναι πιο δυναμική, αυτή σχετίζεται με τον έξω κόσμο, αυτή θα κατηγορηθεί για απάτη λόγω των χρεών και θα οδηγηθεί στη φυλακή.
Όταν η Τσικίτα οδηγηθεί στη φυλακή, η Τσέλα θα μείνει μόνη εκεί έξω και θα αισθάνεται απροστάτευτη, με μόνη την ινδιάνα οικιακή βοηθό – μια πολυτέλεια που αδυνατεί να αρνηθεί. Μπορεί στο σπίτι να μπαινοβγαίνουν καλοντυμένες αστές και να αγοράζουν πίνακες, σερβίτσια, τραπέζια, καρέκλες, να θέλουν ν’αγοράσουν ακόμα και τις γλάστρες και την τηλεόραση και η Τσέλα να τις κοιτάει έντρομη πίσω από τις γρίλιες και τα κουφώματα της πόρτας, αλλά η ευτραφής ινδιάνα είναι πάντα εκεί να προσέχει την λευκή κυρία της.
Η πρώτη βίαια επαφή της Τσέλας με τον έξω κόσμο είναι η ίδια η φυλακή που έχουν κλείσει την Τσικίτα, όπου την επισκέπτεται όποτε μπορεί. Μια φυλακή α λα λατίνα, όπου δεκάδες γυναίκες, οι πιο πολλές φτωχές, ζουν μέσα σε μια εσωτερική αυλή και μοιράζονται τσιγάρα, μυστικά και ένα ανεξάντλητο κέφι. Η Τσέλα φρίττει διαπιστώνοντας πόσο εύκολα η Τσικίτα προσαρμόζεται σε αυτή την «παρά φύσιν» πραγματικότητα. Σύντομα όμως θα προσαρμοστεί κι αυτή στη νέα της πραγματικότητα. Όταν η ευκατάστατη – και φαρμακόγλωσσα – γειτόνισσα της Πακίτα της ζητάει να την πηγαίνει στο σπίτι που παίζει χαρτιά με τις φιλενάδες της γιατί φοβάται λόγω απαγωγών να πάρει ταξί, η Τσέλα πιάνει για πρώτη φορά μετά από χρόνια το τιμόνι και γίνεται ο «ταξιτζής» μιας ομάδας γηραιών κυριών, που την ανταμείβουν για τις υπηρεσίες της. Στο σπίτι όπου τις πηγαίνει θα γνωρίσει την Άντζι, μια πολύ νεώτερη της γυναίκα, και θα καταλάβει πως όταν ανοίγεις τις πόρτες του σπιτιού σου ανοίγεις και αυτές της καρδιάς σου.
Πολύ μακριά από το queer cinema – αν και πραγματεύεται ομοφυλοφιλικές σχέσεις, δεν εστιάζει σε αυτές – η ταινία είναι ποιητική στο γύρισμα της, με εξαιρετικές γυναικείες ερμηνείες. Η χρωματική παλέτα, χαμηλών τόνων, κινείται ανάμεσα στο γαλαζογκρι και τα άτονα καφέ, η κάμερα δεν ντρέπεται να αναδείξει τα σημάδια του χρόνου ή τα ψεγάδια στα πρόσωπα, σημάδια αδιάψευστα της ζωής των ηρωίδων, τα αντικείμενα κινηματογραφούνται με τέτοιο τρόπο που καλούνται κι αυτά να μας αφηγηθούν τη δική τους ιστορία, δίπλα σε αυτή των πρωταγωνιστριών. Ο σκηνοθέτης δείχνει να έχει την ίδια άνεση στο να τραβάει κοντινά πλάνα με το πρόσωπο της Άνι Μπρουν να «βγάζει» στο φακό όλο τα συναισθήματα της χωρίς να χρειάζεται να πει λέξη, και στο να γυρίζει «σκηνές πλήθους», όπως αυτές στις γυναικείες φυλακές όπου κάθε φιγούρα βρίσκει τη θέση της μέσα σε ένα γεμάτο αλλά ισορροπημένο κάδρο.
Μια εξαιρετική ταινία!