Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η δυναμική του γήρατος στην «Πειραματική»

Με εντυπωσιακή, καλαίσθητη, πρόσφορη για πειραματικές παραστάσεις αναδιάρθρωση του σκηνικού χώρου της  Σκηνής «Κατίνα Παξινού», στο Θέατρο RΕΧ, εγκαινιάστηκε και..

Με εντυπωσιακή, καλαίσθητη, πρόσφορη για πειραματικές παραστάσεις αναδιάρθρωση του σκηνικού χώρου της  Σκηνής «Κατίνα Παξινού», στο Θέατρο RΕΧ, εγκαινιάστηκε και επισήμως η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με την παράσταση της Γεωργίας Μαυραγάνη.

Είχαν προηγηθεί, σε ανεπίσημη έναρξη, οι επαναλήψεις -από το Φεστιβάλ Αθηνών του περασμένου καλοκαιριού- των δύο επιτυχημένων παραστάσεων των Καλλιτεχνικών Υπευθύνων της Πειραματικής Σκηνής Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη. Δύο νέων, δυναμικών καλλιτεχνών που έδωσαν με τις  συγκεκριμένες, κοινωνικά ευαισθητοποιημένες δουλειές τους το στίγμα των παραστάσεων που θα φιλοξενηθούν στον χώρο αυτό και που ευχόμαστε να αποτελέσουν ουσιαστικά πρωτοποριακές-πειραματικές προτάσεις νέων καλλιτεχνών μας.  Καθώς ο κίνδυνος πάντα ελλοχεύει νέοι, ηλικιακά,  σκηνοθέτες, γαλουχημένοι από  ή φλερτάροντας με το σύστημα, να κινούνται άτολμα, ανέμπνευστα και, κυρίως, συντηρητικά.

Διότι κάποιες φορές, δυστυχώς, η βιολογική ηλικία δεν συμβαδίζει με τον πειραματισμό, την έρευνα, την τόλμη αλλά με αναπαραγωγές τετριμμένων προσεγγίσεων, γερασμένων σκηνικών αντιλήψεων που όμως προσβλέπουν, όταν δεν οφείλονται σε απουσία ταλέντου, στην εύκολη αποδοχή από και ένταξη στο θεατρικό κατεστημένο.

Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που κατέθεσαν, με συγκινητική αυθεντικότητα,  οι ηλικιωμένοι πρωταγωνιστές της παράστασης της Γεωργίας Μαυραγάνη.

Το γήρας ανθεί

Μια περφόρμανς πάνω στην «κατάσταση» του να φέρεις το βάρος των χρόνων, να τοποθετείσαι σωματικά και ψυχικά στην «τρίτη ηλικία»,  με τον αναγκαίο παροπλισμό που σου επιβάλλεται κοινωνικά κατασκεύασε η Γεωργία Μαυραγάνη πάνω σε αυθεντικές αφηγήσεις, λογοτεχνικά ή δραματικά κείμενα, συνεντεύξεις, δημιουργώντας μια χαλαρή σκηνική σύνθεση γλυκόπικρης γεύσης.

Giorgia-Mavragani-Το γήρας 2-photo-©-Karol-Jarek

Πέντε «ηλικιωμένοι» διαφορετικών, ωστόσο, δεκαετιών συνιστούν έναν χορό που υποβοηθείται -χωρίς να αντιπαραβάλλεται μαζί του- από έναν δεύτερο χορό έξι νέων αγοριών και κοριτσιών που στέκει δίπλα στον καθένα από τους πρώτους, άλλοτε υποστηρίζοντάς τον, άλλοτε φροντίζοντάς τον με τρυφερότητα, άλλοτε πάλι ως αναδιπλασιασμός του κάθε  ηλικιωμένου. Ανά ζεύγη, λειτουργούν συμπληρωματικά μέσα από την κατάθεση των μαρτυριών-βιωμάτων καθώς εμπλέκονται όλοι μαζί σε νεανικές  αναμνήσεις -με τη βοήθεια  προβολών φωτογραφιών που ξυπνούν μνήμες- και σε προβλήματα της τωρινής καθημερινότητας.

Ναι, ο άνθρωπος κονταίνει καθώς γερνάει, χάνει πόντους, και  όπως θα πει ένας από τους ηθοποιούς, φαίνεται πως ο χρόνος λειτουργεί ως καλλιεργητής μπονσάι ˙ ναι, ο άνθρωπος, καθώς γερνάει, δεν πρέπει να λησμονάει τα χάπια του για ποικίλες παθήσεις, ακόμη και τα «πάμπερς» ενηλίκων ˙ ναι, ο ηλικιωμένος έχει ελλείψεις: «Τι φιγουράρει πρώτο στη λίστα με τις ελλείψεις;» θέτει το ερώτημα, μιλώντας με τον θίασο,  η γνωστή ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ για να απαντήσει η ίδια: «Δεν το μάντεψες; Τα νιάτα κι ο έρωτας». Αυτά τα δύο εμπεριέχουν όλη την ουσία της κατάστασης του γήρατος. Καθώς τα νιάτα προσπερνούν εύκολα την κάθε αρρώστια, καθώς η ελπίδα για έρωτα -και συντροφικότητα-είναι ακόμη παρούσα. Αντίθετα, η  μοναξιά συμβιώνει με τα γηρατειά, η φροντίδα στον άρρωστο ηλικιωμένο γίνεται συχνά αγγαρεία.

Κι όμως, παρά τα αναντίρρητα προβλήματα που φέρνει η βιολογική πραγματικότητα του γήρατος και τις ελλείψεις που δημιουργεί, η παράσταση της Μαυραγάνη προβάλλει, με την βοήθεια των ακμαίων ηθοποιών της, την άλλη πλευρά. Ή, καλύτερα, τη διεκδίκηση για την άλλη ζωή: μπορεί τα όνειρα για το μέλλον να έχουν κατακόρυφα περιοριστεί, όμως το παρόν είναι πάντα εδώ. Κι αυτό βιώνουν οι πέντε ηθοποιοί διατρέχοντας όλες τις εκδοχές, όλες τις δυσκολίες, όλες τις απουσίες: τραγουδούν, χορεύουν, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα τα γηρατειά, τον επερχόμενο ίσως θάνατο ως φυσική συνέπεια. Μα πάνω απ’ όλα τα ίδια τα γηρατειά ως ανθρώπινη συνθήκη που μπορεί να είναι διαχειρίσιμη.

 «Δεν πονάω, δεν πεινάω, δεν βρομάω»

Αυτά τα λόγια της Αγγελάκη-Ρουκ (που αναγράφονται και στο πρόγραμμα της παράστασης) διαγράφουν τη συνθήκη που επιτρέπει στον καθένα να αναλογιστεί το υπαρξιακό του γήρατος. Σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, εκείνης της άλλης συνθήκης που παρουσίασε πρόσφατα ο Ρομέο Καστελλούτσι με την δική του παράσταση «Περί της εννοίας του προσώπου του Υιού του Θεού»: του ευτελισμού του ηλικιωμένου λόγω βιολογικής του κατάπτωσης αλλά, εν τέλει, και της σαδιστικής βασάνου που επιφυλάσσει στον γιο εκμεταλλευόμενος το γήρας, τη ιδιότητα του πατέρα.

Εδώ, αντίθετα, τα πρόσωπα της Μαυραγάνη μιλούν και σχολιάζουν και αναλογίζονται πάνω στα γηρατειά με την απλότητα, τη φυσικότητα, το χιούμορ ανθρώπων συμβιβασμένων με τον χρόνο. Καταθέτουν βιώματα, φιλικοί απέναντι στα όσα πέτυχαν ή δεν πέτυχαν, καθώς τα τελευταία παύουν πια να έχουν σημασία. Και οι νέοι που στέκονται δίπλα τους είναι σύντροφοι στην πορεία: ο ελέφαντας που αισθάνεται ότι πλησιάζει στο τέλος του αποκόπτεται από το κοπάδι για να πάει στον τόπο που θα πεθάνει. Όχι, όμως, μόνος. Διαλέγει για παρέα του σε αυτή την πορεία έναν σύντροφο. Αυτό μας θυμίζει μία από τις ηλικιωμένες από μικροφώνου, αποσυρμένη στην καμπίνα του βάθους της σκηνής. Η ανάγκη ύπαρξης ενός συντρόφου στην πορεία που η απουσία του είναι η μάστιγα του σύγχρονου πολιτισμού. Κι όχι μόνον όταν οι ηλικιωμένοι ιδρυματοποιούνται, αποκομμένοι από τις καθημερινές τους συνήθειες, αλλά και όταν εγκαταλείπονται να ζουν μόνοι, άνετα αυτοεξυπηρετούμενοι, αλλά μόνοι.

Η παράσταση της Μαυραγάνη είναι περισσότερο εμπειρία και βίωμα εκείνης  της στιγμής της θέασης, με τα αμφίσημα ερεθίσματα που εκλύει, γι’ αυτό  και δύσκολα περιγράψιμη. Στο απόλυτα άδειο σκηνικό με τις λίγες παράταιρες καρέκλες , με τα λιτά, χαρακτηρολογικά  κοστούμια της Αρτέμιδος Φλέσσα, τους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα, τα εύστοχα μουσικά ακούσματα που επιμελήθηκε η σκηνοθέτις, η παράσταση διέθετε, για το είδος της, ένα μεγάλο προσόν: την απόλυτη αυθεντικότητα της εκφοράς του λόγου από τους ηθοποιούς της, την απουσία κάθε προσπάθειας απόδειξης ότι υποκρίνονται κάτι. Κι αυτό αποτελεί μάθημα για πλείστους όσους σύγχρονους ηθοποιούς που καταπιάνονται με τη θεατρική περφόρμανς ή το θέατρο επινόησης, με άλλα λόγια με τη σκηνική γραφή και θεωρούν «πραγματικό» είτε την κακή υποκριτική τους είτε την αναπαραγωγή του τρόπου ομιλίας  της καθημερινής τους ζωής. Με άλλα λόγια το «υπερ-παίξιμο» ή την απουσία υποκριτικής παιδείας.

Οι ηθοποιοί της συγκεκριμένης παράστασης έπαιζαν δίχως να προβάλλονται ούτε να προσποιούνται. Αλλά κινούνταν με απόλυτη ισορροπία  σε αυτό το σπάνιο μεταίχμιο. Γι’ αυτό και συν-κινούσαν. Και η Γεωργία Μαυραγάνη, μαζί τους, προσθέτει μια ακόμα «εύθραυστη» (για να θυμηθούμε παλιότερη δουλειά της) παράσταση στη σκηνοθετική πορεία της πάνω στη συντροφικότητα.

Φωτογραφίες από τις πρόβες: Karol Jarek

*Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

 

Απόψεις