Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η άνοδος και η πτώση της ωραίας Μαρίας

Η παγκόσμια πρωταθλήτρια του τένις, Μαρία Σαράποβα, ανακοίνωσε την περασμένη Δευτέρα ότι βρέθηκε θετική σε έλεγχο ντόπινγκ και συνόδευσε την..

Η παγκόσμια πρωταθλήτρια του τένις, Μαρία Σαράποβα, ανακοίνωσε την περασμένη Δευτέρα ότι βρέθηκε θετική σε έλεγχο ντόπινγκ και συνόδευσε την ομολογία της με την ανάληψη της πλήρους ευθύνης. Αυτό ήταν και το τέλος (κατά άλλους η αρχή του τέλους) μιας λαμπρής πορείας, με πολύ χρήμα, πολλή δόξα και μεγαλεία.

Ωστόσο, η υπόθεση της Σαράποβα, επαναφέρει με έναν δραματικό τρόπο στο προσκήνιο, τη μάστιγα του ντόπινγκ και ξαναζωντανεύει τα δραματικά ερωτηματικά που συνοδεύουν αυτή τη μεγάλη πληγή στο σώμα του αθλητισμού.

Η εμπορευματοποίηση 

Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των ρεκόρ σε προϊόν προς πώληση των εταιρειών που λυμαίνονται το χώρο. Ο αθλητής, λοιπόν, που «ανήκει» στην εταιρεία, οφείλει να παράγει νίκες και υψηλές επιδόσεις, προκειμένου οι «ιδιοκτήτες» του να αποσβένουν τα χρήματα που επένδυσαν πάνω του και να αποκομίζουν το ανάλογο κέρδος. Σ΄ αυτόν το φαύλο κύκλο ο αθλητής οφείλει να βρίσκεται διαρκώς σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, πράγμα εντελώς αδύνατο για τον ανθρώπινο οργανισμό, εκτός αν…

Εδώ έρχεται το «ντόπινγκ» να δώσει… λύση. Η χρήση χημικών και φαρμακευτικών ουσιών δίνει στον οργανισμό τις απαραίτητες δυνάμεις, σωματικές και ψυχικές, για να αντιμετωπίσει τον έντονο ανταγωνισμό και τις μεγάλες απαιτήσεις του «πρωταθλητισμού».

Στο ερώτημα αν είναι δυνατόν, ένας αθλητής να διακριθεί σε υψηλό επίπεδο χωρίς την αθέμιτη βοήθεια της επιστήμης, έχει απαντήσει ξεκάθαρα ο Λανς Άρμστρονγκ, ο πρωταγωνιστής του μεγαλύτερου σκανδάλου ντόπινγκ που έχει αποκαλυφθεί ποτέ. Ο Αμερικανός, που σάρωνε τον ποδηλατικό γύρο της Γαλλίας κερδίζοντας επί επτά χρόνια στη σειρά (από το 1999 έως το 2005) την πρώτη θέση, όταν πιάστηκε και του αφαιρέθηκαν οι τίτλοι του Tour de France!, δήλωσε -με αφοπλιστική ειλικρίνεια- ότι είναι αδύνατο να κερδίσει κάποιος αυτό το τουρνουά χωρίς να είναι ντοπαρισμένος.

Έτσι, ο αθλητής για να είναι συνεπής με το συμβόλαιο του, με την εταιρεία στην οποία ανήκει, πρέπει να καταφεύγει σ΄ αυτές τις ουσίες, έστω και αν κινδυνεύει η υγεία, ή και η ίδια του η ζωή.

Μια τραγική αποκάλυψη 

Επιχειρώντας να διερευνήσει τη στάση των αθλητών απέναντι στο ντόπινγκ, ο Μπομπ Γκόλντμαν, πρόεδρος της Εθνικής Ακαδημίας Αθλητικής Ιατρικής στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών, έθεσε -το 1995- σε αθλητές ολυμπιακού επιπέδου, δύο ερωτήματα. Το πρώτο ήταν: Αν κάποιος σας προσέφερε απαγορευμένη ουσία και σας εγγυόταν ότι θα νικήσετε και δεν θα συλληφθείτε, θα την χρησιμοποιούσατε; Και το δεύτερο: Θα λαμβάνατε μια απαγορευμένη ουσία που θα σας εξασφάλιζε τη νίκη σε κάθε διοργάνωση τα επόμενα πέντε χρόνια, αν γνωρίζατε ότι θα μπορούσε να σας σκοτώσει; Από τους 198 ερωτηθέντες, οι 195 απάντησαν «ναι», χωρίς κανένα δισταγμό.

Ωστόσο δεν ήταν μόνο οι πολυεθνικές που αντιμετωπίζουν τους αθλητές ως αναλώσιμο υλικό για την αύξηση των κερδών τους. Είναι και οι αθλητικές αρχές που ενθαρρύνουν το ντόπινγκ γιατί έτσι παράγεται το «θέαμα» από το οποίο κερδίζουν τρισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ…

Το ντόπινγκ των «Αθανάτων»

Ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ), Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, δεν είχε διστάσει να δηλώσει -στην ισπανική εφημερίδα El Mundo- ότι «το ντόπινγκ έχει δύο παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι καταστρέφει την υγεία του αθλητή. Η δεύτερη, ότι αυξάνει τεχνητά τις επιδόσεις του. Πιστεύω ότι μόνο η πρώτη είναι κατακριτέα. Χρειάζεται, επομένως, να ορίσουμε επακριβώς τι σημαίνει ντόπινγκ. Πρέπει να μειώσουμε δραστικά τον κατάλογο των απαγορευμένων ουσιών, ώστε να περιλαμβάνει μόνο τα σκευάσματα εκείνα που προκαλούν προβλήματα υγείας». Το ότι η λήψη φαρμακευτικών βοηθημάτων είναι μια απάτη που επηρεάζει την τύχη των υπολοίπων -των καθαρών- αθλητών, ήταν μια ασήμαντη λεπτομέρεια για τον Σάμαρανκ. Ο οποίος, σημειωτέον, υπήρξε ο άνθρωπος που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες των Ολυμπιακών στους χορηγούς, αμέσως μετά τους Αγώνες της Μόσχας (1980).

Ένα τεράστιο και ξεχωριστό κεφάλαιο στην υπόθεση του «ντόπινγκ» αφορά στις εταιρείες που παράγουν τις ουσίες, τα κυκλώματα της διανομής, τους μηχανισμούς για τον εντοπισμό των ντοπαρισμένων αθλητών, την περιβόητη WADA και το «κυνήγι» των εργαστηρίων όπου παράγονται οι ουσίες με τους μηχανισμούς ελέγχου, ένα κυνήγι στο οποίο (κατά γενική ομολογία) τα εργαστήρια βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από τους (υποτίθεται)… διώκτες τους. Αξίζει τον κόπο κάποια στιγμή να ασχοληθούμε ειδικά με το θέμα αυτό, που βρίσκεται στον πυρήνα του προβλήματος. 

Η Μαρία σε… αριθμούς 

Μέσα σ΄ αυτόν το «θαυμαστό κόσμο» ανέτειλε το άστρο της Μαρίας Σαράποβα, που από το 2004 βρίσκεται στην κορυφή του γυναικείου τένις. Ιδού λοιπόν η ζωή της, με κάποιους χαρακτηριστικούς αριθμούς:

17: 17 χρονών ήταν όταν κατέκτησε το Wimbledon το 2004 και έγινε η τρίτη πιο νέα τενίστρια που καταφέρνει κάτι αντίστοιχο στην ιστορία της διοργάνωσης.

5: 5 φορές βρέθηκε στην κορυφή της κατάταξης στο τένις ή αλλιώς 21 εβδομάδες.

35: Ο συνολικός αριθμός των τίτλων που έχει κατακτήσει στην καριέρα της σε ατομικό επίπεδο.

80,56 %: Το ποσοστό επιτυχίας που έχει στους αγώνες. Συγκεκριμένα έχει κερδίσει 601 ματς και έχει χάσει 145. Η Μάργκαρετ Κορτ κρατά το ρεκόρ με ποσοστό 91,7 %.

10: Η Σαράποβα είναι μία από τις 10 γυναίκες που έχουν κατακτήσει τουλάχιστον ένα Grand Slam την καριέρα τους.

36,7: Τα εκατομμύρια δολάρια που έχει κερδίσει από τις διακρίσεις στην καριέρα της.

«Βιομηχανία Σαράποβα»

Ωστόσο η «βιομηχανία Σαράποβα» επεκτεινόταν και εκτός των γηπέδων. Οι αθλητικές επιτυχίες της σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή ομορφιά της, την βοήθησε να κλείσει εμπορικές συμφωνίες και να μπει και η ίδια στον κόσμο των επιχειρήσεων, αυξάνοντας φυσικά κατά πολύ το ετήσιο εισόδημά της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως τον Μάρτιο του 2006 βρέθηκε για πρώτη φορά στην κορυφή της λίστας με τις πιο ακριβοπληρωμένες αθλήτριες στον κόσμο σύμφωνα με το περιοδικό “Forbes”, με την περιουσία της να ξεπερνά τα 18 εκατομμύρια δολάρια, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονταν από χορηγίες.

Ανάμεσα στις πολλές εταιρείες που συνεργάστηκαν με τη Σαράποβα βρίσκεται και η Nike, με την οποία τον Ιανουάριο του 2010 υπέγραψε οκταετές συμβόλαιο αξίας 70 εκατομμυρίων ευρώ. Τον ίδιο χρόνο εγκαινίασε και μια σειρά ρούχων με την επωνυμία της (Nike Maria Sharapova Collection), εξασφαλίζοντας ποσοστό από τα κέρδη των πωλήσεων.

Τώρα η ωραία τενίστρια, μετά την ομολογία της, χωρίς την ισχυρή προστασία των χορηγών της θα υποχρεωθεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μόνη της και στιγματισμένη από ένα σύστημα που μέχρι χθες την αποθέωνε και σήμερα υποκριτικά την ρίχνει στην πυρά. Σαν μια ακόμα περίπτωση, μέσα στην χιλιάδες άλλες…

Σχετικά θέματα

Απόψεις