Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Κωμικές ιστορίες μετά φόνων (;)

  1. Παναγιώτης Χριστόπουλος, «Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο σασπένς» Σκηνοθεσία: Ιωσήφ Βαρδάκης ΕΚΑΤΟΝΤΕΣΣΕΡΑ – Κεντρική Σκηνή. 2. Τζο Όρτον, «Loot..

 

1. Παναγιώτης Χριστόπουλος, «Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο σασπένς»

Σκηνοθεσία: Ιωσήφ Βαρδάκης

ΕΚΑΤΟΝΤΕΣΣΕΡΑ – Κεντρική Σκηνή.

2. Τζο Όρτον, «Loot – Τα λάφυρα»

Σκηνοθεσία: Μάκης Παπαδημητρίου

Θέατρο του Νέου Κόσμου- Κεντρική Σκηνή.

1. Η Πατρίσια Χάισμιθ είναι από τους πλέον γνωστούς συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων – ο Ρίπλεϋ είναι εμβληματική μορφή δολοφόνου με στυλ που γνώρισε αναγνωστική και κινηματογραφική επιτυχία. Ο Παναγιώτης Χριστόπουλος εμπνέεται από την προσωπικότητα της συγγραφέα, κυρίως όμως από ένα εγχειρίδιο που έγραψε για επίδοξους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων με τίτλο «Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας και δράσης» και δραματοποιεί τις συμβουλές με την ίδια τη Χάισμιθ να τις διδάσκει σε μαθητές της.

Οι αρχές δημιουργίας σασπένς, ωστόσο, διαποτίζουν την ίδια τη ζωή τη δική της και των μαθητών της που εμπλέκονται ταυτόχρονα σε ένα παιχνίδι παραλλαγών πάνω σε ένα φόνο και τα πιθανά βήματα του δολοφόνου που θα κάνουν την αποκάλυψή του αδύνατη.

Ο Ιωσήφ Βαρδάκης ανεβάζει το κείμενο με χιούμορ. Δημιουργεί, σε σκηνογραφία Κωνσταντίνου Ζαμάνη, δύο σκηνικούς χώρους: έναν της καθημερινής πραγματικότητας όπου κινείται και διδάσκει η Χάισμιθ και όπου έχουν τοποθετηθεί οι μικρές εμμονές της όπως το καύκαλο μιας χελώνας που παραπέμπει στο πραγματικό χαρακτηριστικό της κατοικίδιο και εννοεί ακόμα να ταΐζει με τομάτες ή το μπαρ με τα μπουκάλια ουίσκι που συνεχώς αδειάζει ˙ κι έναν δεύτερο, στο βάθος, όπου, μέσω και των κατάλληλων φωτισμών (της Στέλλας Κάλτσου) υλοποιούνται σχηματικά τα αποσπάσματα ιστοριών μετά φόνων στα οποία δοκιμάζονται συγγραφικά (αλλά και «υποκριτικά») οι σπουδαστές ως φροντιστηριακές ασκήσεις τη ροή των οποίων διορθώνει η ίδια. Η μουσική του Γιώργου Ρου δημιουργεί τις κατάλληλες ατμόσφαιρες μυστηρίου και παιγνίου.

 

 

Η εξαίρετη κυρία Χάισμιθ-Πατεράκη

Το βάρος πέφτει στη περσόνα της Χάισμιθ όπως ευτυχεί να μορφοποιηθεί μοναδικά επί σκηνής από τη Ρούλα Πατεράκη. Με τη μαύρη καρέ περούκα, το γκριζόχρωμο αντρικό κοστούμι και τα ίσια παπούτσια με τις μωβ-ροζ κάλτσες να σπάνε την αυστηρότητα μαζί με τις πέρλες στον λαιμό (κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα), η Πατεράκη υιοθετεί την καμπουριαστή στάση, το αργό περπάτημα της Χάισμιθ, καθώς αναπτύσσει τους συλλογισμούς της περί σασπένς με το τσιγάρο στο χέρι, δημιουργώντας μια σπαρταριστή περσόνα, αμφίρροπη μεταξύ σοβαρού και αστείου, εμμονική με το να μεταμορφώνει την καθημερινότητα σε πεδίο δολοφονικών εκρήξεων, μπαίνοντας σε ένα παιχνίδι όπου ακόμη και οι μαθητές της θα εκμεταλλευτούν, σαρκάζοντας τη διαστροφή της.

Το έργο του Χριστόπουλου -στο οποίο εύκολα θα εντόπιζε κανείς κάποιες δραματουργικές αστοχίες- ευτύχησε αναμφισβήτητα με το να εξασφαλίσει τη μεγάλη ερμηνευτική μαεστρία της Πατεράκη για τον κεντρικό ρόλο. Δεσπόζει στη σκηνή, αποδεικνύει πως ο καλός ηθοποιός κάνει καλό ή καλύτερο και τον ρόλο και δικαιολογημένα αποθεώνεται από το κοινό. Ένα μικρό ρεσιτάλ-μάθημα υποκριτικής. Δίπλα της οι τρεις νεότατοι ηθοποιοί στους ρόλους των σπουδαστών-δολοφόνων Ρίπλεϋ-θυμάτων στέκουν με αξιοπρέπεια και, κυρίως, σεμνότητα: Μαρκέλλα Γιαννάτου, Ευθύμης Γεωργόπουλος και Νίκος Μαυράκης.

2. Από τις χαρακτηριστικότερες μαύρες κωμωδίες του βρετανικού θεάτρου το «Loot» (1964) του Τζο Όρτον συνιστά καυστική σάτιρα στους αγγλικούς αστυνομικούς, δικαστικούς και θρησκευτικούς θεσμούς με το πρόσχημα μιας ληστείας.

Δύο νέοι ληστεύουν μια τράπεζα και κρύβουν τα χρήματα στο φέρετρο της μητέρας του ενός που μόλις πέθανε. Μια σειρά παρεξηγήσεων όπου εμπλέκονται ο απαρηγόρητος χήρος πατέρας και μια νοσοκόμα θα οδηγήσει το πτώμα στη ντουλάπα, το φέρετρο με τα χρήματα προς τον τάφο και την άφιξη ενός ντετέκτιβ που προσποιείται με πάσα αναληθοφάνεια τον υπάλληλο εταιρίας υδάτων.

Κωμικά γκαγκς και κιπροκό είναι τα χαρακτηριστικά του είδους και φυσικά το όλον εξαρτάται από τον τρόπο που θα χειριστούν τις κωμικές καταστάσεις οι ηθοποιοί.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου, στο δίχως ιδιαίτερης έμπνευσης αλλά αποτελεσματικό στη χρήση του σκηνικό των Χριστίνας Κάλμπαρη και Βίλλυ Αττάρτ και υπό τους χιουμοριστικά υποβλητικούς ήχους της μουσικής του Σπύρου Γραμμένου σκηνοθέτησε δίνοντας έμφαση στο κέφι, δημιουργώντας μιαν απόλυτα παρεΐστικη ατμόσφαιρα, όπου το γέλιο ήταν αποτέλεσμα περισσότερο εσωτερικών διαδικασιών των ηθοποιών του.

 

Έτσι, προέκυψε ένας εξαιρετικός επιθεωρητής Τράσκοτ από τον Γιάννο Περλέγκα σε ύφος, εκφράσεις και κίνηση, δυο χαριτωμένοι αλητάμπουρες, αγαθοί όσο και συμπαθητικοί, ο Χαλ και ο Ντένις που υποδύονται ο μονίμως απορημένος Δημήτρης Πασσάς και ο συνεχώς γκαφαδόρος Όμηρος Πουλάκης, μια παμπόνηρη νοσοκόμα που αλλάζει προσωπεία και τρόπους ανάλογα με την εξέλιξη της υπόθεσης και ερμηνεύει η Κατερίνα Λυπηρίδου και ένας περίλυπος χήρος που αγνοεί τα πάντα γύρω του και υποδύεται ο Γιώργος Μακρής.

Μια παράσταση που δεν διεκδικεί τα εύσημα πρωτοτυπίας αλλά σε κερδίζει καθόλη τη διάρκεια της ροής της καθότι είναι καλοστημένη και εκπέμπει χιούμορ χωρίς ίχνος χυδαιότητας και ευτέλειας.

*Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις