Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ρομαντικοί έρωτες -γοτθικά πάθη

 «Ο Καλόγερος» Το «φανταστικό μυθιστόρημα» εμφανίζεται ήδη από τον 18ο αιώνα με πρωτοπόρο τον Ζαν Καζότ (1719-1792) και τον κλασικό..

 «Ο Καλόγερος»

Το «φανταστικό μυθιστόρημα» εμφανίζεται ήδη από τον 18ο αιώνα με πρωτοπόρο τον Ζαν Καζότ (1719-1792) και τον κλασικό πλέον «Ερωτευμένο Διάβολο» για να καθιερωθεί με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τους συμπατριώτες του (Χένρυ Τζαίημς, Χ.Φ. Λάβκραφτ, κ.ά.) ενώ τα φανταστικά παράγωγα του γερμανικού ρομαντισμού μπορούν να θεωρηθούν από τα πλέον προσδιοριστικά του είδους (Σίλερ, Μπύργκερ, Ζαν Πωλ, Νοβάλις, Αχίμ φον Αρνίμ, Χόφμαν κ.ά.) καθώς η παράδοση συνεχίζεται και στη Γαλλία του 19ου αιώνα με Σαρλ Ντοντιέ, Βιλιέ ντε λ’ Ιλ Αντάμ, Γκυ ντε Μωπασάν.

Foto - Kalogeros Σκρόου 3

Δεν είναι τυχαίο ότι η φανταστική λογοτεχνία γνωρίζει περιόδους έξαρσης και ύφεσης ούτε το γεγονός ότι η φανταστική λογοτεχνία -και το υπερφυσικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει- λειτούργησε ως προκάλυμμα για να ειπωθούν πράγματα που θα προκαλούσαν, αλλιώς, την άσκηση λογοκρισίας. Υπάρχει, επομένως, μια δομική σχέση μεταξύ κοινωνίας και του φαινομένου της φανταστικής λογοτεχνίας: σε περιόδους φαινομενικής σταθερότητας με υποβόσκουσες κρίσεις και επικείμενες αλλαγές, η φανταστική λογοτεχνία γνωρίζει άνθηση, ικανοποιώντας την ανάγκη του κοινού για υπερφυσικές λύσεις.

Από την άλλη, στην παραδοσιακή μορφή του είδους, το υπερφυσικό κάλυπτε καταστάσεις και θέματα ταμπού, κοινωνικές συμπεριφορές παρεκκλίνουσες από τις αποδεκτές: νεκροφιλίες, αιμομιξίες ή ομοφυλοφιλίες έως και τρέλα, ναρκωτικά, διχασμό προσωπικότητας κ.ά.

Ο αγνός και διάβολος

Ο «Καλόγερος» του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις, γραμμένος το 1794, παρ’ όλο που θεωρείται προάγγελος μετέπειτα αριστουργημάτων όπως, εμφανώς, του «Φάουστ», διαθέτει πλείστα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του αμιγώς «φανταστικού» μυθιστορήματος που διέπεται από τα γνωστά στοιχεία της ρομαντικής γοτθικής γραφής.

SONY DSC
SONY DSC

Ο πάναγνος Ηγούμενος Αμβρόσιος παρασύρεται από τον μεταμφιεσμένο σε καλογεράκι διάβολο που αποκαλύπτεται μπροστά στον Αμβρόσιο ως ερωτευμένη δαιμονική Ματθίλδη η οποία θα τον παρασύρει στις απολαύσεις της σάρκας και, στη συνέχεια, στην καταστροφή. Μια παράλληλη ιστορία, της αγνής Ελβίρας, του αγαπημένου της και της σκληρής ηγουμένης ενός μοναστηριού που την υποβάλλει σε βασανιστήρια τέμνει την ιστορία του καλόγερου.

Μυθιστόρημα πολλαπλών καταστάσεων και πλούσιων εναλλαγών, πολυσέλιδο, διασκευάζεται από την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου στη δραματουργία και τον Βασίλη Μαυρογεωργίου στη σκηνοθεσία σε αφηγηματικό θέατρο απόλυτα ικανοποιητικά. Ο σκηνογράφος Κωνσταντίνος Ζαμάνης επιλέγει ως βασικό σκηνικό στοιχείο και χώρο του Καλόγερου τον φυσικό βράχο που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη θεατρική σκηνή, φωτισμένο περίτεχνα από τη Μελίνα Μάσχα, και τοποθετεί κάθετα προς αυτόν μια εξέδρα όπου κινούνται οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Όταν περνούν εκτός ενεργής δράσης, εξαφανίζονται κάτω από την εξέδρα.

Foto - Kalogeros 2©GiannisKarabatsos

Λιτό, μακρύ, μαύρο ράσο για τον Καλόγερο που υποδύεται ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, μελετημένα κοστούμια που παραπέμπουν σε εποχή τα άλλα αντρικά, αέρινα ρούχα για τις γυναίκες σχεδιασμένα επιμελώς από τον σκηνογράφο.

Ερμηνείες

Βασικό μέλημα της σκηνοθεσίας είναι να ακουστεί ο λόγος, κάποιες στιγμές απαγγελτικός, συχνά δαιδαλώδης, δύσκολος, μειώνοντας τις αναπαραστατικές δράσεις στο ελάχιστο δυνατόν. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου αποδεικνύεται καθηλωτικός στην εκφορά και στις τονικές αποχρώσεις, επιβλητικός, με την ευθυτενή παρουσία να ενσωματώνεται σχεδόν στον ακατέργαστο βράχο.

Foto - Kalogeros Σκρόου 2

Αξιοθαύμαστης διαύγειας και τεχνικής, αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά την ιδιαίτερη ερμηνευτική της ποιότητα, η Κατερίνα Μαυρογεώργη στον διπλό ρόλο της Ματθίλδης – Ελβίρας, έπειθε τόσο ως ευαίσθητη, άγουρη έφηβη όσο και ως δαιμονικό ον του Κάτω κόσμου. Η Μαρία Φιλίνη εύρισκε τις καλύτερες στιγμές της στους χαμηλούς τόνους όπου αναδεικνύονταν τα λεπτά γυρίσματα της φωνής της: είναι γεγονός ότι ο χώρος, καθώς έμενε ανοικτός προς το φουαγιέ, δημιουργούσε ενοχλητική διάχυση στους υψηλούς φωνητικούς τόνους ή κατάπινε τον λόγο όταν οι ηθοποιοί στρέφονταν προς τα έξω.

Ο χώρος δημιούργησε πρόβλημα και σε κάθε ανέβασμα της φωνής του καθόλα πειστικού Σεραφείμ Ράδη και κυρίως του λιγότερο δουλεμένου Νίκου Μαραμαθά που είχε επιλέξει να εκφέρει φωναχτά τον λόγο.

Παρά τα τεχνικής κυρίως φύσεως αυτά προβλήματα, η παράσταση της Ομάδας του Θεάτρου Skrow υπήρξε σαγηνευτικά ενδιαφέρουσα, δεδομένου του γεγονότος ότι για πρώτη ίσως φορά απουσίαζε από τη σκηνή του Βασίλη Μαυρογεωργίου και η ελάχιστη υποψία χιούμορ ή παρωδίας. Ίσως, και μια τέτοια εκδοχή ανεβάσματος του έργου να είχε ένα άλλο, σύγχρονο ενδιαφέρον: τα τότε κρυφά που διακονούσε το φανταστικό είδος ας γίνονταν σήμερα φανερά.

Οι φωτογραφίες από τον χώρο είναι του Γιάννη Καραμπάτσου.

«Η Ωραία του Πέραν»

Το αφηγηματοποιημένο μελόδραμα, με δάνεια από το γαλλικό αλλά και άλλα είδη, θριαμβεύει ως μοναχικό ανάγνωσμα κυριών ή στις σκηνές της Αθήνας και του Ελληνισμού της διασποράς στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ρομαντικοί, ανεκπλήρωτοι έρωτες συγκινούν, η «περιπέτεια» των ερωτευμένων παρακολουθείται απνευστί ενώ ο θάνατος -και η μετά θάνατον αγάπη, με συχνά «γοτθικά» στοιχεία- αποτελεί αναγκαίο συστατικό.

Η ελληνική σκηνή ανατρέχει συχνά προσφάτως σε έργα του 19ου αρχών του 20ού αιώνα, σε μια στροφή σε ρομαντικές αναπλάσεις που η αφέλειά τους φέρει, είναι αλήθεια, μια χαμένη αθωότητα. Η νοσταλγία δηλώνει φυγή από το πραγματικό ωραιοποιώντας ακόμη και υπο-προϊόντα του παρελθόντος. Παράλληλα, η απεύθυνση στο συγκινησιακό του σύγχρονου θεατή δεν είναι πάντα εκ προοιμίου αθώα, εκ των πραγμάτων, ειδικά όταν ο ρομαντισμός είναι συνυφασμένος, μέσω μιας άλλης οδού, και με τον εθνικισμό. Όλα, βέβαια, εξαρτώνται από τον σύγχρονο σκηνικό χειρισμό.

Foto - H Wraia Tou Peran 1-Kapralou-Papageorgiou

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Τυμφρηστός, γράφει τη μεγάλη του επιτυχία για λαϊκούς θιάσους, την «Ωραία του Πέραν», το 1920. Ο έρωτας του Αιμίλιου και της Ερμιόνης περνά άπειρες δυσκολίες καθώς η εποχή επιτρέπει πλέον τα άλλοτε αποκλίνοντα να «δείχνονται» φανερά: κρυφές συναντήσεις με την πλουσία κόρη-πολύφερνη νύφη όταν ο Αιμίλιος εισβάλλει ως νέος Ρωμαίος πηδώντας τα κάγκελα του κήπου της, αποκάλυψη της παράνομης σχέσης, γάμος της Ερμιόνης με άλλον, νέα τους συνάντηση που αναγεννά τα ουδέποτε σβησμένα πάθη, αυτοκτονία της νέας: το γοτθικό αφήνει τα ίχνη του όταν ο Αιμίλιος θα ξεθάψει την αγαπημένη και θα πεθάνει δίπλα της, στον ανοιχτό τάφο με υπερφυσικό, ήτοι άνευ ερμηνείας τρόπο.

Η παράσταση

Η νέα ομάδα Goo Theater Co. επιλέγει το έργο, η Θεοδώρα Καπράλου το διασκευάζει και το επεξεργάζεται δραματουργικά και, μαζί με τον Γιώργο Παπαγεωργίου, το σκηνοθετεί με εμφανή άποψη. Δραματουργία και σκηνοθεσία κινούνται στη γνωστή λογική της εναλλαγής πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, αφηγηματοποιημένου και ευθέως λόγου, από τους δύο επί σκηνής ηθοποιούς που αναλαμβάνουν τους ρόλους της Ερμιόνης και του Αιμίλιου και με «φτωχά» σκηνικά υλικά.

Αν η παράσταση πετυχαίνει στο πρώτο μέρος της λόγω προβαλλόμενου χιούμορ στην εκφορά του λόγου και στη χρήση των αντικειμένων, στη συνέχεια παρασύρεται από τη δραματικότητα των καταστάσεων και αντιμετωπίζει ταυτιζόμενη με σοβαρότητα μαζί τους τα πάθη των δύο ερωτευμένων. Είναι όμως τότε που χάνει και το σκηνικό της ενδιαφέρον καθώς τα παλιά πάθη και οι ανατροπές δεν κρατούν το ενδιαφέρον χωρίς να υπάρχει το σύγχρονο κλείσιμο του ματιού.

Παρ’ όλα αυτά, οι δύο ηθοποιοί, με τη βοήθεια του σκηνικά παρόντος μουσικού Γιώργου Μαυρίδη και της πολίτικης λύρας του που δίνει το στίγμα, τα εύστοχα κοστούμια που επιμελήθηκε η Ιωάννα Τσάμη, την προσεγμένη κίνηση που δίδαξε στον μικρό χώρο η Μαρίζα Τσίγκα και επέτρεπε την άρρητη έκφραση καταστάσεων και συναισθημάτων, κατέθεσαν αξιοπρόσεχτες ερμηνείες.

Η Αντιγόνη Φρυδά ως Ερμιόνη έδωσε τις μεταπτώσεις από την ανεμελιά στη δραματικότητα χωρίς υπερβολή, χαμηλότονα, με πλήρη έλεγχο της φωνής, των στάσεων του σώματος και της κίνησης. Με ευαισθησία. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου, πειστικός νεαρός δανδής της εποχής στην αρχή, με χιουμοριστικούς επιτονισμούς ως αφηγητής, ήταν απολαυστικός καθώς φαινόταν να παίζει και με το κοινό του, να μπαίνει και να βγαίνει από τον ρόλο, σχολιάζοντάς τον. Παρά το γεγονός ότι δεν έπαψε να είναι αποτελεσματικός στην πλήρη του απορρόφηση από το δραματικό τού ρόλου του αργότερα, εγκατέλειψε την σωτήρια για την παράσταση αποστασιοποιητική ματιά που δημιουργούσε τη διαφορά.

Εύστοχα να σκηνικά αντικείμενα-δείκτες που χειρίζονταν οι ηθοποιοί από τη the Mafia family.

Μια αξιοπρεπής παράσταση με ωραίες ερμηνείες που θα μπορούσε να απογειωθεί αν δεν εγκατέλειπε την αρχική αίσθηση του παιγνιώδους, αναγκαίο για τη σύγχρονη πρόσληψη παλαιών, ρομαντικών κειμένων που γρήγορα ξεθυμαίνουν.

Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι της Δομνίκης Μητροπούλου.

* Καθηγητής Σημειωτικής της Παράστασης και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις