Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Καφέ μπαρ «Η Μητρόπολη»

Διήγημα του συνεργάτη του «Ημεροδρόμου», Σπύρου Μπρίκου, με τίτλο «Καφέ μπαρ «Η  Μητρόπολη»» από το βιβλίο του «Αγία παπαλίνα η καλλονή» (εκδόσεις Μανδραγόρας).        Τίποτα..

Διήγημα του συνεργάτη του «Ημεροδρόμου», Σπύρου Μπρίκου, με τίτλο «Καφέ μπαρ «Η  Μητρόπολη»» από το βιβλίο του «Αγία παπαλίνα η καλλονή» (εκδόσεις Μανδραγόρας). 

      Τίποτα επί  της  ουσίας δεν  είχε  αλλάξει σ’  αυτόν  τον  ευλογημένο τόπο. Όταν ο Κωστής κατέφθασε αποσπασμένος στο ιστορικό κτήριο της Νομαρχίας, όλοι τον κοιτούσαν με μισό μάτι. Άρχισε να αρθρογραφεί σε μια έγκριτη τοπική εφημερίδα που ονομάζονταν « Η Γάμπαρη», με κείμενα αρκετά αιχμηρά για την καθεστηκυία τάξη. Οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν οι θαμώνες του καφέ μπαρ «Η Μητρόπολη». Άνθρωποι μιας κάποιας προχωρημένης ηλικίας, ντυμένοι πάντοτε στην τρίχα, με έναν αρκετά ψεύτικο καθωσπρεπισμό. Μπήκε από νωρίς στο στόχαστρό τους ο Κωστής, μιας και οι απόψεις του διέφεραν από τον  μέσο όρο, και παρέκκλιναν αρκετά από το περιορισμένο  πεδίο  αντίληψής τους. Με αλλεπάλληλες επιστολές στον εκδότη, με εκβιασμούς και εκφοβισμούς, κατάφεραν τελικά να τον φιμώσουν. Έτσι, η στήλη της εφημερίδας που αρθρογραφούσε για περισσότερο από έναν μήνα ο Κωστής, πέρασε τελικά σε μονοπώλιο γραφής των θαμώνων του γνωστού καφέ μπαρ της πόλης. Άλλος ένας αντικαθεστωτικός πήρε τελικά τη θέση που του άρμοζε από την αρχή. Και από την επόμενη μέρα, η έγκριτη τοπική εφημερίδα, «η Γάμπαρη»,  ήταν πλήρως εναρμονισμένη, ίσως ταυτισμένη,  με τις απόψεις των υμνητών της «Επαναστάσεως». Άλλωστε, όλες οι «αγαθοεργίες»  των ημερών εκείνων, δεν σήκωναν ουδεμία ένσταση, ούτε καν μια άλλη γνώμη.

         Η ανέγερση του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου, δημιούργησε ένα κλίμα ευφορίας στην πόλη. Όλοι φορούσαν τα γιορτινά τους  και μιλούσαν για τα  «καλά» της «Επαναστάσεως». Οι ολίγοι βέβαια, που δεν χειροκρότησαν, είχαν από καιρό εξοστρακιστεί  και κάποιοι Βλάχοι εξέφραζαν μια δυσπιστία, σιωπηλά πάντα, και με συγκαλυμμένο τρόπο. Πρώτοι και καλύτεροι, μπροστά στον φωτογραφικό φακό, στήθηκαν οι θαμώνες του γνωστού καφέ μπαρ. Γραβατωμένοι, σαν λόρδοι δίπλα από τους επίσημους προσκεκλημένους, να γίνονται οι αποδέκτες λαϊκών χειροφιλημάτων, παίρνοντας  μέρος  στο  κόψιμο  της  κορδέλας των εγκαινίων, μέσα στην αποπνικτική επευφημία του πλήθους.

        Ο Κωστής,  την  ημέρα  εκείνη,  δεν συμμετείχε σε αυτή την λαϊκή  εμποροπανήγυρη. Παρατηρούσε σκεπτικός και αμίλητος,  σε μια απόσταση, μακριά  από την φοβερή  ερημιά του πλήθους.  Την απόσταση  τούτη  που κράτησε, αργότερα, σε ένα κείμενό του, την κατονόμασε ως απόσταση ασφαλείας. Βολόδερνε ο Κωστής,  από το πρωί στην πόλη,  με ένα μικρό περίστροφο στον κόρφο του. Μετά την έξωσή του και από τον τελευταίο δωσίλογο σπιτονοικοκύρη, δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη. Πήρε τον δρόμο της  «Ατιντάνων», της πολιτείας με τα μικρά χαμόσπιτα, ακολουθώντας πορεία σταθερή προς το Βαθύ, με τις πυκνές εκτάσεις ευκαλύπτων. Στην παλάμη του είχε άλλοτε σφιγμένο, άλλοτε χαϊδεύοντας, το προσφάτως αγορασμένο περίστροφο. Όμως, όλες οι πόρτες  των μικρών σπιτιών ήταν ορθάνοιχτες και οι αυλές τους γεμάτες με κουτσούβελα και ψαράδες. Τα μάτια τους τα ένιωθε κολλημένα πάνω του. Απότομα, τον τράβηξε  με δύναμη ένας από αυτούς  και βρέθηκε επισκέπτης στην αυλή με τους Αποστόλους. Είχαν από καιρό επιστρέψει στα δίχτυα, στο ψάρεμα και το νυχτοκάματο. Είχαν σταματήσει να ακολουθούν Εκείνον, που τελικά δοξάστηκε. Κουράστηκαν. Πήραν τον Κωστή από το χέρι, τον αφόπλισαν και του ελαφρύναν την καρδιά. Δίπλα τους καθόταν και ο Σίμων, ο Κυρηναίος, που τον ξαρμάτωσε, παίρνοντάς του τον σταυρό, δίνοντάς τον για προσάναμμα, για την μεγάλη φωτιά της εστίας, για την φλόγα της καρδιάς, μιας και τα παιδιά τους δεν άντεχαν την υγρασία του χειμώνα.  Τού πρόσφεραν φαγητό, κρασί και στέγη. Τού μάθανε για την τραμουντάνα και την όστρια. Για την σοροκάδα. Τον οδήγησαν μέχρι την χερσόνησο της Λασκάρας, και του έδειξαν το ψηλό δίχτυ στο Νταλιάνι. Του μάθανε να ορκίζεται στον θαλάσσιο πλούτο και να σφίγγει την γροθιά του. Και να προσεύχεται μονάχα στην σαρδέλα του Αμβρακικού, την Αγία παπαλίνα την καλλονή,  και την γαρίδα του, την  γάμπαρη.

        Ο Κωστής τελικά επέζησε με τα «θαύματα» των ψαράδων. Παρέμεινε ποιητής, γράφοντας μέχρι το βαθύ γήρας του. Απαλλάχθηκε, πολύ νωρίς, από τον δημοσιοϋπαλληλικό  κώδικα της Νομαρχίας. Στα τριάντα δύο του, μόλις, χρόνια. Από τότε ζει ελεύθερος, όπως η παπαλίνα, στις μεγάλες της εξορμήσεις στα νερά του Αμβρακικού. Το καφέ μπαρ «Η Μητρόπολη», παραμένει από τότε ανοιχτό. Ο τζίρος του εκτοξεύτηκε σε δυσθεώρητα ύψη τα επόμενα χρόνια της λειτουργίας του. Βέβαια αρκετές φορές οι ιδιοκτήτες του κατηγορήθηκαν για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, αλλά ποτέ δεν επήλθε η  «κάθαρση»  από την  δικαιοσύνη. Τα παιδιά τού επιζώντος  ποιητή, φτύνουν κάθε φορά που περνάνε από μπροστά. Στη θέα και μόνο των θαμώνων του. Φτύνουν πολλές φορές, άλλοτε φανερά και άλλοτε ρίχνουν κατάρες από μέσα τους. Ουδέποτε, άλλωστε, πιστέψανε. Ειδικά στους επίγειους εκπρόσωπους της επουράνιας δικαιοσύνης. Αγάπησαν όμως με πάθος  τον πατέρα τους  και αφοσιώθηκαν στην διδασκαλία του. Γι’ αυτό και σεβάστηκαν την τελευταία του επιθυμία: Μια οριστική, αυτή τη φορά, έφοδο, μια ολοκληρωμένη εξόρμηση της στάχτης του, όχι στους ουρανούς, αλλά στα ανακατεμένα και κρύα νερά του Αμβρακικού.  Μια μέρα του Φλεβάρη.

Απόψεις