Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η Βραζιλία κι ο … Μπίστης που δεν δίνει νέα διάλεξη

Ο εναρκτήριος αγώνας κάθε ποδοσφαιρικού Μουντιάλ δεν χαρακτηρίζεται αναμέτρηση «ζωής ή θανάτου». Ούτως ή άλλως, η μάχη για την πρόκριση στην επόμενη φάση..

Ο εναρκτήριος αγώνας κάθε ποδοσφαιρικού Μουντιάλ δεν χαρακτηρίζεται αναμέτρηση «ζωής ή θανάτου». Ούτως ή άλλως, η μάχη για την πρόκριση στην επόμενη φάση της διοργάνωσης θα συνεχιστεί. Έτσι, τα εκάστοτε ματς – πρεμιέρες δεν είναι από αυτά, για τα οποία οι παίκτες καλούνται «να δώσουν την ψυχή τους», «να πεθάνουν αν χρειαστεί στο γήπεδο», όπως υπαγορεύουν τα υπερφίαλα κλισέ και τα «ψυχολογικά ντοπαρίσματα» που επιχειρούν ορισμένοι παλιομοδίτες προπονητές. Έλα όμως που ενίοτε οι ψυχές παραδίδονται στο γήπεδο κυριολεκτικά κι όχι μεταφορικά – και μάλιστα μήνες, ή και χρόνια, πριν από την πρεμιέρα. Και δεν είναι καν ψυχές ποδοσφαιριστών. Την Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014, όταν θα αρχίζει το ματς Βραζιλία – Κροατία στην «Αρίνα Κορίνθιανς» του Σάο Πάολο, πολλοί Βραζιλιάνοι θα θυμούνται (οι συνεχιζόμενες διαδηλώσεις δείχνουν ότι η λήθη δεν θα επικρατήσει εύκολα και σίγουρα όχι ολοκληρωτικά) τρεις εργάτες που έχασαν τη ζωή τους στο συγκεκριμένο γήπεδο. Οι Φάμπιο Λουίζ Περέιρα και Ρονάλντο  Ολιβέιρα ντος Σάντος, 42 και 44 ετών αντιστοίχως,σκοτώθηκαν εξ αιτίας της πτώσης γερανού, το Νοέμβριο του 2013. Τον Μάρτιο 2014 τους «ακολούθησε» ο Φάμπιο Χάμιλτον ντα Κρουζ, πέφτοντας από σκαλωσιά. Ο νεαρός – 23 ετών- Φάμπιο ήταν ο ένατος άνθρωπος που έχασε τη ζωή του σε κάποιο εργοτάξιο του Μουντιάλ. Στο Σάο Πάολο, την Μπραζίλια, το Μπέλο Οριζόντε, το Μανάους. Προτού ετοιμαστούν, οι «ναοί» της μπάλας έγιναν «βωμοί» του πλέον απάνθρωπου κυνισμού, εργολαβικού και κρατικού. Περισσότερο «αδηφάγο» αποδείχθηκε το γήπεδο του Μανάους, στην Αμαζονία: εκεί χάθηκαν τέσσερις εργάτες, ηλικίας 22 έως 55 ετών.   Αυτός ο «χορός θανάτου» στα εργοτάξια άρχισε στις 11 Ιουνίου 2012, δυο χρόνια και μία ημέρα πριν από την πρεμιέρα του Μουντιάλ, όταν  έπεσε από ύψος 30 μέτρων ο νεαρός Χοσέ Αλφόνσο ντε Ολιβέιρα Ροντρίγκεζ, στο «Μπραζίλια Νάσιοναλ Στάντιουμ». Είχε ήδη «διαγνωστεί» η ανάγκη επιτάχυνσης των εργασιών, με κάθε θυσία. Όπερ μεθερμηνευόμενο, εξοντωτική δουλειά έως και 18 ωρών, έμπρακτη άρση κανόνων ασφαλείας και τήρησης  ωραρίων, ατυχήματα και ανακοπές καρδιάς. «Παράπλευρες απώλειες» αμούστακων παιδιών, αλλά και πενηντάρηδων. Ορισμένα «ατυχήματα» ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένα: σωματείο οικοδόμων του Σάο Πάολο είχε προειδοποιήσει ότι στην «Αρίνα Κορίνθιανς» ελλόχευε κίνδυνος κατάρρευσης του γερανού που ήταν θαμμένος πρόχειρα στο χώμα κι όχι στηριγμένος σε τσιμεντένια βάση. Τι άλλο έγινε, στα «προεόρτια» του Μουντιάλ; Παρακρατήσεις δεδουλευμένων. «Κολπάκια» με τις συμβάσεις, ώστε να παρακάμπτονται οι νόμοι που επιβάλουν τη χορήγηση συγκεκριμένων επιδομάτων.  Πιθανόν οι νεκροί στα εργοτάξια θα ήταν περισσότεροι, όπως και οι καθυστερήσεις στις καταβολές δεδουλευμένων, εάν σε ορισμένες περιπτώσεις το προσωπικό δεν είχε αποδείξει εμπράκτως την ετοιμότητά του να απεργήσει. Οι «πάνω», κυβερνητικοί αξιωματούχοι ή στελέχη κατασκευαστικών εταιριών, γνώριζαν καλά ότι το όλο πράγμα θα μπορούσε να επεκταθεί σαν πυρκαγιά σε ξερόχορτα, αφ’ ης στιγμής για τους «κάτω» δεν αποτελούσε παραλυτικό ταμπού η ιδέα πως η προετοιμασία και διοργάνωση του Μουντιάλ αποτελούσε ύψιστο «εθνικό καθήκον». Πώς να μην ηττηθεί, άλλωστε, η προαναφερθείσα ιδέα στα ίδια τα εργοτάξια του αίματος και του μισο- πληρωμένου ιδρώτα, όταν αποδεικνύεται ξεπεσμένη σε ολόκληρη την κοινωνία της χώρας; «Δεν θέλουμε Μουντιάλ, αλλά στέγη, αξιοπρεπείς μισθούς, Παιδεία, Υγεία, φθηνές συγκοινωνίες». Συνεχή δυναμικά συλλαλητήρια, στα οποία συμμετείχαν και συμμετέχουν εκπαιδευτικοί, νέοι, άνεργοι, υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα, άστεγοι, ιθαγενείς. Δεν αποφάσισαν όλοι αυτοί πως το Μουντιάλ υπονομεύει την κάλυψη των ζωτικών, ανθρώπινων αναγκών τους. Το όρισαν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Η κατασπατάληση πόρων. Το συγκεκριμένο «αναπτυξιακό μοντέλο» που πλάθει «αναδυόμενες οικονομίες», στηριγμένες στη δύση στοιχειωδών δικαιωμάτων και στο «μεσουράνημα» των κοινωνικών ανισοτήτων. Αλήθεια, που χάθηκε τώρα ο Ν. Μπίστης, που μας έλεγε να διδαχθούμε από τον κεντροαριστερό «ρεαλισμό» των βραζιλιάνικων κυβερνήσεων, οι οποίες προτίμησαν να εφαρμόσουν τις συνταγές του ΔΝΤαντί να το «ρίξουν» στο «αντάρτικο», όπως η Αργεντινή του Κίρχνερ και ο  Ισημερινός του Κορία;Φανταζόμαστε ότι μια δεύτερη διάλεξη Μπίστη για το «ρεαλιστικό αναπτυξιακό» μοντέλο της Βραζιλίας θα ήταν εξόχως ενδιαφέρουσα, υπό το φως του κοινωνικού αναβρασμού που επικρατεί εδώ και τόσον καιρό στη χώρα αυτή… Το έχουμε ήδη επισημάνει: όσα  συμβαίνουν στη Βραζιλία είναι άκρως ενδιαφέροντα, διότι η κοινωνία της χώρας λατρεύει το ποδόσφαιρο όσο καμία άλλη, εξαιρουμένης μόνον της αργεντίνικης (το βρετανικό πάθος για το ποδόσφαιρο παρουσιάζει χαρακτηριστικά εν γένει διαφορετικά από εκείνα των λατινοαμερικάνων – αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος σημειώματος). Η διοργάνωση επιστρέφει στη Βραζιλία έπειτα από 64 χρόνια, αλλά η κοινωνία καθιστά σαφές ότι, όσο κι αν θα λατρεύει πάντα το ποδόσφαιρο, δεν ανέχεται να γίνεται θύμα (και) της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας ή, ακριβέστερα, ενός ευρύτερου «επενδυτικού – αναπτυξιακού» μοντέλου, το οποίο βρίσκει πεδίο δόξας λαμπρό και στα αθλητικά τερέν. Είναι δε τόσο στεντόρεια και μαζική αυτή η διακήρυξη, ώστε δεν ένιωσαν «αιρετικοί» κάμποσοι διάσημοι παίκτες, εν ενεργεία ή παλαίμαχοι, δηλώνοντας τη συμφωνία τους. «Βούλωσέ το επιτέλους, Πελέ» είπε πέρσι τέτοιο καιρό ο βετεράνος Ρομάριο, σχολιάζοντας ένα τηλεοπτικό σποτ του πάλαι ποτέ «μαύρου διαμαντιού». Στο σποτ αυτό ο αιώνιος καθεστωτικός μανδαρίνος, ο θλιβερός Πελέ, καλούσε τους συμπατριώτες του να σταματήσουν να διαδηλώνουν και να σκεφθούν μόνο το μεγαλείο του Μουντιάλ. Πελέ και Ρονάλντο είχαν αναλάβει να διαλαλήσουν τις … αρετές της «κοινωνικής γαλήνης» και λοιδωρήθηκανγια αυτό, τόσο στους δρόμους όσο και στα «σόσιαλ μίντια». Στον αντίποδα, ο Ριβάλντο είχε σχολιάσει: «Είναι ντροπή να ξοδεύεις τόσα χρήματα για Μουντιάλ και να αφήνεις σε κακή κατάσταση τα νοσοκομεία και τα σχολεία (...) Ήμουν φτωχός και πονώ όταν θυμάμαι ότι ο πατέρας μου πέθανε γιατί δεν είχε την πρέπουσα περίθαλψη, στο δημόσιο νοσοκομείο του Ρεσίφε…» Το «καταπίστευμα» αυτής της οργής στη Βραζιλία θα παραμείνει ζωντανό, ακόμη κι αν επί ένα μήνα τα φώτα της δημοσιότητας πέσουν αποκλειστικά και μόνο στους άσσους του Μουντιάλ. Το μήνυμα (αφού έγινε της μόδας να μιλάμε για «μηνύματα»…) που εκπέμπει η κοινωνία της ποδοσφαιρομάνας και ποδοσφαιρολάτρισας Βραζιλίας θα ηχεί στο εξής δυνατά. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο γεμάτο και θορυβώδες από ένα άδειο γήπεδο» έγραψε κάποτε ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, εννοώντας την ικανότητα του χώρου να κρατά ζωντανές και άφθαρτες τις μνήμες, τις συγκινήσεις. Στο εξής, στα νέα ή ανακαινισμένα – λόγω Μουντιάλ- γήπεδα της Βραζιλίας δεν θα αντηχούν μόνο οι ιαχές χαράς για τα γκολ, οι φωνές των προπονητών ή οι λυγμοί των χαμένων. Θα αντηχούν και οι φωνές των διαδηλωτών «απ’ έξω». Θα αντηχεί και το «προσκλητήριο» νεκρών εργατών, ο θάνατος των οποίων τουλάχιστον δεν έμεινε απαρατήρητος, ούτε άφησε «αδιατάρακτη» την «κανονικότητα» της προετοιμασίας της διοργάνωσης. Κάτι το οποίο, δυστυχώς, δεν μπορεί να ειπωθεί για τους 14 εργάτες που χάθηκαν στα εργοτάξια της ημέτερης «μεγάλης ιδέας», εκείνης των Αγώνων του 2004. Και δεν είναι ασφαλώς το μόνο αντικείμενο παραλληλισμών που προκαλεί μελαγχολικές σκέψεις…

Απόψεις