Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Αντισυμβατικά θεάματα

One Man Show (?) Ομολογώ ότι ο παραπάνω τίτλος  -«One Man Show»- μου επεβλήθη από σκηνής από τον σκηνοθέτη και..

  1. One Man Show (?)

Ομολογώ ότι ο παραπάνω τίτλος  -«One Man Show»- μου επεβλήθη από σκηνής από τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της παράστασης «Greek Freak! Fire and Fury», τον Σίμο Κακάλα. Το «ερωτηματικό» είναι η δική μου επέμβαση για λόγους που εξηγώ πιο κάτω. Στο ρόλο ενός κονφερανσιέ-περφόρμερ που αναπτύσσει διαδραστική σχέση με το “άτυχο” κοινό του, ο Κακάλας απευθύνεται σε όποιον αναγνωρίζει με σαρκαστικό χιούμορ, μοιράζοντας χαρακτηρισμούς  ή απαιτώντας πράγματα, όπως ο συγκεκριμένος τίτλος, συνοδεύοντας το αίτημα με κολακευτικά σχόλια που παραδέχεται άνευ αιδούς ότι είναι γλείψιμο προς τον κριτικό.

Τέτοιας ποιότητας θέαμα προσφέρει καθώς ταυτόχρονα αυτοσαρκάζεται  και σαρκάζει την ίδια την παράσταση που έστησε – ή μάλλον μετ-εξέλιξε μετά τη φεστιβαλική της πορεία το περασμένο καλοκαίρι – προσαρμόζοντάς την στον χώρο της Ομάδας – απ’ όπου εξέλειπε και η ορχήστρα που ωστόσο επιμένει να συμπεριλαμβάνει στις φωτογραφίες με τα νέα δελτία Τύπου που στέλνει, εμφανώς παραπλανώντας  κοινό και κριτικούς.

Ντυμένος με την κλασική μαύρη φουστανέλα (αναφορά στην παλιά του «Γκόλφω»), στρατιωτικό σακάκι με σιρίτια και ναυτικό καπελάκι με ρώσικη επιγραφή και κουβαλώντας επάνω του το ακορντεόν του, εισάγει ή διεμβολίζει την μετα-επιθεώρηση που έστησε φέτος, με παρλάτες στα γερμανικής προφοράς αγγλικά του ή στα γερμανικά με πρόσθετο κακοτοποθετημένο μουστακάκι Χίτλερ, καυτηριάζοντας  το θέατρο, τους θεσμούς, την κριτική, βαθμολογώντας ο ίδιος με πέντε αστεράκια (του «Αθηνοράματος») τα ενδιάμεσα σκετσάκια της παράστασης, χαιρετά γνωστούς, συνοδεύοντας τα σχόλια με τους ήχους του ακορντεόν του και, τέλος, τραγουδάει με συνοδεία του, αλλάζοντας ύφος και φωνή, με εξαιρετική απόδοση,  διάφορα τραγούδια, πριν δώσει χώρο στα επεισόδια της παράστασης. Μια μετ-εξέλιξη και ο ίδιος της περσόνας που εμφανιζόταν ως εμβόλιμο πρόσωπο στην κλασική του πλέον «Γκόλφω».

Πράγματι, κρατάει επάνω του όλο το βάρος επαφής με το κοινό, γελώντας μαζί του, αστειευόμενος με τον χειριστή κονσόλας, εντάσσοντας στο «σόου» του αυτοσχεδιασμούς της στιγμής, ειρωνευόμενος  ταυτόχρονα  τους αυτοσχεδιασμούς και τα «impromptus» στα οποία επιδίδονται οι νέοι ηθοποιοί. Όλα αυτά, εισβάλλοντας ανάμεσα στις θέσεις των θεατών με μια μικρή εξέδρα που τέμνει κάθετα την κατασκευή μιας «ιταλικής μπούκας» με τα κλασικά ριντώ και με το περίτεχνο πλαίσιο να φέρει στην κορυφή του, ως οικόσημο, την εικόνα του διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου με δύο διασταυρωνόμενα  πέη να την πλαισιώνουν στο κάτω μέρος.

Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της παράστασης θα αναφερθεί επωνύμως σε αυτόν όπως και σε άλλους θεσμικούς συντελεστές (π.χ. ο Στρατηγός Τζωρτζίνα Κακουδάκη), ειδικά όταν στη σκηνή εισβάλλουν τεράστιοι αριστοφανικοί φαλλοί που φέρνει ως τους θεατές για να τους θαυμάσουν αγγίζοντάς τους – ομολογώντας ότι μπροστά τους «κι αν δεν είσαι…» μπαίνεις στον πειρασμό-  ενώ πληροφορεί ότι πρόκειται για καλούπια από πέος γνωστού πορνοστάρ.  Τα ίδια αυτά πέη άλλωστε θα χρησιμεύσουν ως «χωνιά» για «κρέμα» που θα περιχύσει ένα κέικ, προσφορά του διαφημιζόμενου (όπως στα τηλεοπτικά πρωινάδικα)  «Artoglykopolis», κέικ που θα προσφερθεί αμέσως μετά στους θεατές από τους ηθοποιούς.

                                         Πολλών αστέρων σόου

Ωστόσο, όταν ανοίγει η αυλαία και τη δράση αναλαμβάνουν, είτε χορευτικά (χορογραφίες Φωκάς Ευαγγελινός) είτε υποκριτικά τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου, το «One Man Show», δυστυχώς κύριε Κακάλα,  παύει να ισχύει: Δήμητρα Κούζα, Μιχάλης Βαλάσογλου, Κωνσταντίνος Μωραΐτης («κ.ά.», όπως αναφέρει το δελτίο Τύπου, μη ονομάζοντας τον πέμπτο της παρέας) δίνουν, ο καθένας με τα δικά του εργαλεία, τα δικά τους σόου είτε χορευτικά (με καταπληκτική κίνηση ο Κ. Μωραΐτης), είτε με εντυπωσιακές τοποθετήσεις του σώματος  και εμφανισιακές  εναλλαγές (Δ. Κούζα) είτε με σύντομα υποκριτικά ρεσιτάλ όπως αυτό του Μ. Βαλάσογλου στο νούτικο σκετσάκι με αναφορές στον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας ’50-’60 όπου, σταδιακά, σε πείθει ότι έχεις μπροστά σου τον Νίκο Σταυρίδη -όχι τόσο εμφανισιακά λόγω της επιτυχούς μάσκας όσο στον χειρονομιακό και εκφραστικό κώδικα στην πιο λεπτή του απόχρωση. Καταπληκτικός. Από τα ωραιότερα επεισόδια της παράστασης -στο οποίο συνέβαλαν εξίσου και οι υπόλοιποι ηθοποιοί- μαζί με το νεοεισαχθέν σκετς (όπως μας πληροφόρησε ο εισηγητής του Κακάλας) όπου απέναντι στη σοβαρή κυρία (Κούζα) ο Βαλάσογλου παίζει πιάνο με το χέρι περασμένο ανάμεσα και πίσω από τα πόδια του, πάνω στο πέος του, με τα δάκτυλα να ακολουθούν με συγκλονιστική ακρίβεια τους ρυθμούς του κλασικού κομματιού.

Politically Incorrect? Μα, ολόκληρη η παράσταση του Σίμου Κακάλα βάλλει κατά του «ορθού», του καθωσπρεπισμού.

Ευρηματικό επίσης το σαρκαστικό ως προς τα τηλε-παιχνίδια  σκετσάκι με τίτλο «Αναγούλα» στο οποίο οι συμμετέχοντες ασκούνται στο να μην κάνουν εμετό πριν από τον συμπαίκτη τους ενόσω  ο παρουσιαστής  τους διαβάζει φράσεις κλισέ από την πολιτική επικαιρότητα, από κριτικές θεάτρου και άλλα. Σειρά από κουβάδες βρίσκονται μπροστά από τους διαγωνιζόμενους όπου οι χαμένοι κάθε γύρου θα κάνουν εμετό πράσινα ή κίτρινα υγρά, μη αντέχοντας άλλο στις κοινοτοπίες των πολιτικών, των κριτικών, των δημοσιογράφων και λοιπών παραγόντων της δημόσιας ζωής οι οποίες ακούγονται ή γράφονται συστηματικά.  

Η Κλαιρ Μπρέισγουελ έκανε καταπληκτική δουλειά πάνω στα κοστούμια (αν και δεν τα προσάρμοσε στα νέα μεγέθη κάποιων ηθοποιών που φαίνεται παράφαγαν μετά τις πλούσιες αμοιβές της φεστιβαλικής τους εμφάνισης…). Εντυπωσιακό το σκηνικό και λιτά και αποτελεσματικά τα επιμέρους σκηνικά αντικείμενα του Αντώνη Δαγκλίδη, καταπληκτικές για ακόμα μια φορά οι παράδοξες μάσκες της Μάρθας Φωκά, ειδικά αφήνοντας ακάλυπτο το στόμα ώστε να μην παρεμποδίζεται ο λόγος. Συνεχή παιχνίδια δημιουργούσαν οι φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη.

Η παραπάνω επιμέρους περιγραφή εικόνων της παράστασης ίσως την κάνει να φαίνεται ελαφρώς χυδαία και αφελής. Όμως, ο τρόπος που όλα αυτά εντάσσονται στο σώμα της, τα καθιστά ανατρεπτικά καθώς η χλεύη προς κάθε κατεύθυνση διέπει τη λογική τους. Το γέλιο βγαίνει αυθόρμητα αλλά πίσω του κρύβεται ο βαθύς σαρκασμός για όλα όσα μας περιβάλλουν.

Ο Σίμος Κακάλας είναι ένας αυτοχλευαζόμενος διασκεδαστής. Αρνείται να ντύσει με σοβαροφάνεια τις παραστάσεις του  -ακόμη και όταν ανεβάζει τραγωδία εισάγει ανατρεπτικά στοιχεία που δημιουργούν κωμικό αποτέλεσμα. Είναι θιασώτης ενός μπαχτινικού  καρναβαλικού όπου τα φαινομενικά αντίθετα βρίσκονται σε διαλογική σχέση αλληλοσυμπληρωνόμενα. Εξάλλου, ο ίδιος, ως περφόρμερ, εκφέρει τα αστεία του ενώ την ίδια στιγμή το πρόσωπό του είναι μια μάσκα θλίψης: συναντώντας έτσι, ομιλών αυτός, τις βουβές περσόνες μίμων, ενός Ντεμπυρώ ή ενός Τσάπλιν.

Φωτογραφίες της παράστασης: Karol Jarek

 

 

  1.  One Woman Show (?)

Με τη λογική του σκηνικά χειροποίητου μας συστήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, μετά τη δημιουργία και επιτυχημένη πορεία της στη Μεγάλη Βρετανία, με την παράσταση «Αγγελική», η Ομάδα Fly Theatre συναποτελούμενη από την Κατερίνα Δαμβόγλου και τον Robin Beer, αμφότεροι διαθέτοντας ως εφόδια σπουδές θεατρολογίας και παραστατικών τεχνών,  με μεταπτυχιακά στο σωματικό θέατρο και έχοντας ειδικευτεί στη Μέθοδο Lecoq. Εφόδια που τους οδήγησαν σε συνεργασίες με το γνωστό θέατρο Complicité/Simon McBurney.

Φέτος επανέρχονται με την παράσταση «Frida κι άλλο», μια απόπειρα ανασύστασης στιγμών από την καλλιτεχνική-ιδεολογική  βιογραφία  της μεξικανής ζωγράφου Frida Kahlo (1907-1954) της οποίας η ζωή συνιστά ήδη μυθιστορηματικό υλικό. Ιέρεια, τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, της φεμινιστικής ιδεολογίας, παράδειγμα αστείρευτης δύναμης η ίδια αφού από νωρίς βρέθηκε καθηλωμένη μετά από δυστύχημα με σπασμένη τη σπονδυλική της στήλη, υπήρξε σύζυγος του μεγάλου μεξικανού ζωγράφου Diego Rivera, διατηρώντας ωστόσο το βαθύ αίσθημα ανεξαρτησίας και ανυπόταχτης ιδιοσυγκρασίας  που εμφάνισε από μικρή.

Διαποτισμένη από τον αυτόχθονα πολιτισμό του Μεξικού, δημιούργησε τη δική της τεχνοτροπία καθώς το έντονα φολκλορικό στοιχείο μπολιάστηκε από τα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής της, πρώτιστα του σουρρεαλισμού ο οποίος και χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο έργο της. Ιδεολογικά κινούμενη στον αριστερό χώρο, μαζί με τον άνδρα της, ήρθε σε επαφή με μεγάλες πολιτικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες της εποχής της, διατηρώντας ωστόσο πάντοτε τη δική της οπτική των πραγμάτων που αποτυπώνει στα έργα της: στις αυτοπροσωπογραφίες της, ο σωματικός πόνος που την συντροφεύει σε όλη της τη ζωή μεταπλάθεται σε τέχνη ενώ ταυτόχρονα προβάλλει έντονα τη γυναικεία σεξουαλικότητα, τις ανάγκες, τις απαιτήσεις της.  

Πώς μια τέτοια παράδοξη, όλο ρωγμές, ζωή βυθισμένη στα χρώματα και τις αισθήσεις μιας άλλης εποχής και άλλης κοινωνίας  μεταφέρεται στην ελληνική  σκηνή;

Η Κατερίνα Δαμβόγλου, μόνη ηθοποιός επί σκηνής, αναλαμβάνει να υποδυθεί τη Frida, δίνοντας το προσωπικό της ρεσιτάλ. Εκφέροντας ασταμάτητα ένα κείμενο που επεξεργάστηκε η ίδια μαζί με την έχουσα αναλάβει τη δραματουργία Μιράντα Βατικιώτη, η Δαμβόγλου/ Frida διατηρεί την ίδια μεν τονική ποιότητα φωνής σε ευχάριστα, δυσάρεστα, τραγικά γεγονότα της ζωής της, τα αναθυμάται και τα διηγείται με τον ίδιο αποστασιοποιητικό τρόπο αλλά ταυτόχρονα προσθέτει ελαφρά ειρωνεία, σαν να περιγελά την ίδια τη ζωή της, τον θάνατο που του ξέφυγε: είναι οι στιγμές όπου οι τονικότητες σπάζουν ελαφρώς, γίνονται μουντές που εμμέσως η χαρίεσσα χειρονομία θα αποβάλει.

Ντυμένη με παραδοσιακά ενδύματα που παραπέμπουν στη γνωστή εικόνα της Κάλο (ενδυματολογία της Ερμίνας Αποστολάκη), με κόμμωση και μακιγιάζ (της Όλγας Πάτσιου) απ’ όπου δεν λείπει ούτε το μουστακάκι που χαρακτηρίζει όλες τις προσωπογραφίες της ζωγράφου, με ένα μισοσβησμένο τσιγάρο στο στόμα, κινείται στον χώρο της άδειας σκηνής με τη μεγάλη οθόνη στο βάθος καδραρισμένη ως πίνακας με ζωγραφιστό πλαίσιο (της Ελένης Παπαδάκη) με πλείστες όσες εικόνες που αλλάζουν όψη χάρη στους φωτισμούς.

                     Κατασκευάζοντας εικονικά την αφήγηση

Η μεγάλη αυτή οθόνη ωστόσο αποτελεί άδειο πίνακα όπου επάνω του εγγράφονται με προβολές ή χειροτεχνία ποικίλες εικόνες που αφορούν στα γεγονότα της ζωής που η Φρίντα αφηγείται. Στο πλάι της σκηνής, μπροστά σε ένα τραπέζι-επιφάνεια, ο Robin Beer προβάλλει πυρετωδώς, άλλοτε βίντεο, άλλοτε εικόνες χαρτοκοπτικής κατασκευάζοντας χιουμοριστικά κολλάζ, άλλοτε πάλι ζωγραφίζει ή σβήνει με το χέρι εκείνη τη στιγμή απλά σχέδια που αναπαριστούν πρόσωπα, καταστάσεις, συναντήσεις. Έναν ολόκληρο σκηνικό κόσμο που περιβάλλει τη μονολογούσα ηρωίδα, η οποία μπαίνει κάθε φορά και η ίδια μέσα σε αυτό τον κόσμο, αποδεικνύοντας έτσι ότι, τελικά, στο σόου δεν είναι μόνη. Αντίθετα, ένας πολύμορφος σκηνικός χώρος, χώρος παρών-απών,  που κατασκευάζεται επί τόπου την περιβάλλει,  την επεξηγεί, διαλέγεται μαζί της.

Φως, ήχος, προβολές, ένας ολόκληρος μηχανισμός του θεάτρου πηγάζει από αυτό το τραπεζάκι όπου βρίσκεται καθηλωμένος επί μιάμιση ώρα ο Beer, χειροτεχνώντας κυριολεκτικά, μη διστάζοντας να αφήνει να φαίνονται στην προβολή ακόμη και τα δάκτυλά του που διορθώνουν, επεμβαίνουν, αλλοιώνουν τα προβαλλόμενα με απίστευτη ταχύτητα.  

Προσφέρει έτσι μια μοναδική καλλιτεχνική εμπειρία που συχνά συνδιαλέγεται με τη χιουμοριστική αντιμετώπιση της εξιστόρησης από την Δαμβόγλου, δημιουργώντας ακόμη και ρήξεις στην αποστασιοποιητική φωνητική εκφορά του λόγου ή στην επαναλαμβανόμενη, άκρως κωδικοποιημένη κινησιολογία της.

Η όλη παράσταση συνιστά μια θεατρική-πολυμεσική εμπειρία, μια χειροποίητη αισθητική αποκάλυψη που δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια μέσω του λόγου,  από δύο υψηλής ποίησης καλλιτέχνες. Ένα θέαμα διαφορετικό από τα τετριμμένα.

Φωτογραφίες της παράστασης: Αλίκη Χιωτάκη

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

 

Απόψεις